Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα (ν)τροπή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα (ν)τροπή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Αβεβαιότητα *


Δε θέλω να αλλάξει τίποτε.
Δε μπορώ την αλλοίωση των δεδομένων.
Θέλω το θάνατό μου με ακρίβεια.
Θέλω τον άρχοντά μου σατράπη.
Μου αξίζουν οι σφαλιάρες.
Μου ταιριάζει η ντροπή.

Δεν αντέχω το διαφορετικό.
Δε μπορώ να αρχίσω να μαθαίνω.
Δεν ξεκίνησα ποτέ.
Θέλω να μου έρθει έτοιμο.
Θέλω να κάνω ό,τι μου πουν.
Μου αξίζει η ατίμωση.

Δε θέλω να χαλάω τη ζαχαρένια μου.
Δεν θέλω να σωθούμε όλοι μαζί.
Δε μου αρέσει να στέκομαι κόντρα στο ρου.
Δεν είδα ποτέ το χείμαρρο.
Θέλω να βουλιάζω στη λίμνη.
Μου αξίζει ο βούρκος.

Δεν είμαι ήρωας.
Δεν είμαι χαλκέντερος.
Δεν είμαι αγωνιστής.
Δεν είμαι ευφυής.
Δεν είμαι ειλικρινής.
Μου αξίζει η ήττα. 

Αλλά πάνω απ' όλα
Δε μπορώ την αβεβαιότητα.

* του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αν ήσουν άλλος *






Τίποτε από αυτά δε θα είχε συμβεί.
Αλλά έπρεπε να είσαι εσύ, το απολειφάδι.
Εκείνος που έπεσε από πλούσια αρχίδια, αλλά γεννήθηκες με ελάττωμα εκ γενετής.
Ένας τιποτένιος, ένα έκτρωμα της φύσης σου της ίδιας. 

Όχι απλός βλάκας, αλλά και δειλός και αρχομανής και φασίστας και εξουσιομανής και, και, και.

Και τα διέλυσες όλα. 

Και δε σε νοιάζει τίποτε, εκτός από ένα:
Μην και χάσεις την καρέκλα, το θρόνο, την εξουσία.

Κι εξουσία δεν έχεις πραγματική.
Και εξουσία έχεις πραγματική.
Σε κατευθύνουν σαν μαριονέττα.
Και κατευθύνεις τους μισερούς λακέδες σου προς το γλοιώδη σκοπό.
 
Ωθείσαι από ορμέφυτα απευθείας από τον Κάιν.

Και σκοτώνεις.

Και ο κόσμος αλλάζει - προς το χειρότερο.
Και ο κόσμος γυρίζει - μαζί του κι οι τύχες μας.
Και οι ζωές μας.

Κι αυτές είναι τόσο μικρές, τόσο στιγμιαίες.

Κι ανάμεσά τους θέλω να βρίσω και να υβρίσω, να προκαλέσω τον ατάραχο Θεό, αυτόν με τον οποίο οι θυμόσοφοι δεν ασχολούνται, αναμένοντας να δουν τι υπάρχει μετά, όταν το μετά έρθει.

Κι όλα έχουν γραφτεί.
Και τίποτε δεν είναι νέο.
Κι όλα τα παλιά, τα σκονισμένα γίνονται λαμπερά και διάφανα, την ίδια στιγμή που το ντουλάπι αφήνει τη σκόνη εντός του να ξεχυθεί στο δωμάτιο.

Αλλά δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν υπάρχει ήλιος απ' έξω.

Τι είναι αυτό που κοιτάς; Αναρωτιέμαι.

Πώς βλέπεις τη ζωή σου, όταν περάσει το δέος απέναντι στην ανίσχυρη ισχύ σου;

Αν δεν πιστεύεις στο Θεό, κάνεις καλά, διότι δεν υπάρχει Κόλαση που να σε αντέξει.

Αν πιστεύεις, δε φοβάσαι;

Πώς μπορείς ακόμη να αντέχεις τη ντροπή;

Σκατογκαλιούρη, θυμήσου, δεν θα αργήσει ο καιρός.  

*του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Abandon Ship ! *



Έχει μέρες που στο μυαλό μου γυροφέρνει ένα παλιό μου άρθρο
Ενώ ξέρω καλά τι έχω γράψει, για ποιον και γιατί, είμαι βέβαιος ότι, χωρίς να θέλω να προσθέσω εγώ κάτι, το ίδιο το κείμενο μου ζητάει επωδό και επιμύθιο και sequel και κατακλείδα και ό,τι στο διάβολο με τσιγκλάει. 
Είναι μια φράση, την οποία έχω αφήσει να κρέμεται, σαν κλωστή αράχνης που πάει με μεγάλες προσδοκίες να γραπώσει σκούρκο.

Να 'την η κουβέντα: 
{Μα ισχύουν όλα; Εξανίσταμαι.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Το είδα - κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία}.

Και δεν έχω απαντήσει τι είδα, και την ιστορία δεν την είπα - και δεν ξέρω αν ποτέ μου θα αξιωθώ να την πω. 

Αλλά κάτι έχω να πω, έστω αποσπασματικά, έστω ελλειπώς. 
Και σχωρνάτε με, σεις οι φιλεύσπλαχνοι αναγνώστες του ταπεινού τούτου ιστολογίου, αν σας τρώω το χρόνο, αλλά θέλατε και τα πάθατε.

Στο μεσοδιάστημα του τσιγκλίσματος ένας άσπονδος φίλος είχε μια εμπειρία, την οποία είδα με τα μάτια του. Συνέβη το εξής:

Μερικές μέρες πριν, βράδυ, κάθησε στο λιμάνι να ψαρέψει, εν γνώσει του ότι δε θα συμβούν και πολλά. 
Το ίδιο μεσημέρι είχε σταθεί πολύ τυχερός, είχε πάει στην Αμμόγλωσσα στη Λευκάδα και είχε πιάσει καμιά δεκαριά μαζεμένα, το ένα πίσω από το άλλο. 
Είχε χαρεί πολύ, επειδή είχαν περάσει μέρες από την τελευταία επιτυχημένη φορά, τελούσε σε γνώση του παράλληλα ότι τα καλά πράγματα δε συμβαίνουν δυο φορές στη σειρά, τα κακά πράγματα από την άλλη συμβαίνουν σε όσες επαναλήψεις γουστάρουν.

Δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο, ένας μπαμπάς με το παιδί του καθόταν από τη δεξιά του μεριά, στα αριστερά του κανείς, ζευγαράκια περνούσαν, ομορφούλες μονάχες επίσης, ησυχία.

Από το πουθενά και από τη μεριά του μπαμπά με το παιδί ακούστηκαν ποδοβολητά και μια διωδία παιδικών φωνών: "φίλε, φίλε, φίλε, κοίτα τι θα κάνω!!".

Ο μοναχικός ψαράς, είναι γεγονός ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε χαθεί σε κάποια σκέψη από το πουθενά ερχόμενη και στο άτοπο καταλήγουσα. Δεν έδωσε σημασία.

Δίπλα του βρέθηκαν άξαφνα δυο γυφτόπουλα, αγόρια, γύρω στα δέκα το μικρό, λίγο μεγαλύτερο το άλλο.

Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, ακόμη κι όταν κατάλαβε ότι σε κείνον απευθύνονταν η κοινή δήλωση. 
Έμεινε σιωπηλός, κι όταν τα δυο γυφτόπουλα άρχισαν να του λένε "εγώ μπορώ να κάνω αυτό!" και ξεκίνησαν έναν λανθανόντων σεξουαλικών υποννοουμένων χορό με κυκλικές κινήσεις της μέσης και των γοφών με ταυτόχρονο κατέβασμα των σορτς και παράλληλο σήκωμα των τι-σερτ τους να φανεί η κοιλιά, ως το στήθος.

Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς προηγούμενο, χωρίς αιτία.  

Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, αλλά ένιωσε να τον κυριεύει ένα τυφλό μανιασμένο κύμα θυμού, το οποίο δεν έλεγε να μετασχηματιστεί σε ουρλιαχτά και χουγιάσματα. 

Κακό σημάδι αυτό, να το ξέρετε.

Περίμενε παραμένοντας ακίνητος, παγωμένος. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά έκανε κίνηση να φτάσει πιο κοντά του. Ως εκείνη τη στιγμή η μεταξύ τους απόσταση δεν υπερέβαινε το μέτρο, αλλά το παιδί έκανε μια κίνηση προς το μεγαλύτερο καλάμι, δήθεν να αγγίξει αυτό και ίσως και το χέρι που το κρατούσε, λέγοντας παράλληλα με νάζι: "Εγώ μπορώ να κάνω και αυτό".

Το χέρι απομακρύνθηκε από το καλάμι. 
Ο παγωμένος μανιασμένος άνθρωπος, κουβαλώντας ένα σωρό από παλιά συντεθλιμμένα ψυχορραγούντα, αλλά πάντοτε ισχυρά συμπλέγματα, τη στιγμή της κίνησης άρπαξε το παιδί από τον ώμο. 

Είχε αλλοιωθεί και η έκφραση του προσώπου του, έμοιαζε με μάσκα τρομακτική και πέτρινη, τη στιγμή που πέταξε το παιδί τρία μέτρα μακριά. 

Εκείνο, με τα μάτια ορθάνοιχτα από σύμμικτα συναισθήματα φόβου, αγωνίας κι έκπληξης έκανε ανακυβίσθηση προς τα πίσω, ώστε να μη σπάσει το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο και σκέπασε το πρόσωπό του, πιθανότατα περιμένοντας να ακολουθήσει κάποια κλωτσιά.

Δε συνέβη τίποτε τέτοιο. Με μια σφυριχτή από μίσος φωνή ο αλλοιωμένος άνθρωπος, τον οποίο νόμιζα ότι ήξερα, έφτυσε βαριές εκφράσεις κατάρας, λέξεις που δεν ήξερα ότι μπορούσε να ξεστομίσει, και παρακολούθησε το μικρό παιδί να απομακρύνεται τρέχοντας μακριά, κοιτώντας πίσω του μόνον όταν βρισκόταν σε σχετική απόσταση ασφαλείας, ενώ το μεγάλο, παραζαλισμένο ακόμη από το βίαιο της επίθεσης σηκώθηκε, έπεσε πάνω στο πίσω μέρος από ένα σταματημένο αυτοκίνητο και ξεκίνησε το δικό του τρέξιμο προς τη διαφυγή, ακόμη κι αν δεν επρόκειτο να γίνει κάτι περισσότερο. 

Η τελευταία κουβέντα που βγήκε από τα παγωμένα από μίσος και οργή χείλη ήταν: "Φύγετε, ειδάλλως εδώ θα σας θάψω".

Τάφος. Θάνατος. Μίσος. Οργή. Βία. 

"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".

Ο άσπονδος φίλος μου, που λιγότερο ήξερε τον εαυτό του από όσο νόμιζε, έμεινε ακίνητος και σιωπηλός, όπως όταν είχε κάτσει για να απομονωθεί.

Άξαφνα τον κατέλαβαν τύψεις τρομερές. Είχε σπρώξει ένα παιδί, αδιάφορο το τι είχε κάνει εκείνο το παιδί. Είχε δράσει βίαια, επιθετικά, σκληρά, ανεξέλεγκτα. 

Καθώς παρέμενε χαμένος, ανίκανος να αντιδράσει στο κύμα των επιτιθέμενων ενοχών του, μια ομάδα μοτοσυκλετιστών της ΔΙΑΣ πέρασε με αντίστροφη πορεία. Του πέρασε από το νου έως και ότι για εκείνον έψαχναν, ότι έπρεπε να κρυφτεί - από ντροπή κι από φόβο για τις συνέπειες. Δεν πανικοβλήθηκε, ίσως ένιωθε καλύτερα - έτσι σκέφτηκε - εάν του αποδίδοντο κατηγορίες και ακολουθούσε η αυτόφωρη διαδικασία.

Δε συνέβη όμως τίποτε τέτοιο. Ο ντροπιασμένος παγωμένος άνθρωπος, με την ηρεμία του χαμένη, με ενοχές και τύψεις στον ασκό των βαρών του, έφυγε αργά, σιωπηλά. Δεν ψάρεψε για μέρες.

Τύψεις. Ενοχές. Βάρη. Θάνατος.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".

Ποιος είναι ο κόσμος μας;
Τι τον καθορίζει;
Πώς επιδρά η ζωή του ενός πάνω στη ζωή του άλλου; 
Ποιος καθορίζει το σύνολο των συμπλεγμάτων, τα οποία θα γεννηθούν μέσα μας, θα μεγαλώσουν μαζί μας και θα μας πεθάνουν;
Ποιος ορίζει τη στιγμή που θα οπλιστεί το χέρι με δύναμη τρομερή, που ο Κάιν θα κάνει πράξη το φόνο του Άβελ;
Επειδή ο αδερφός αδερφό σκοτώνει.

Έχουν περάσει μέρες από τότε.
Δεν κατόρθωσα να συντάξω αυτό το κείμενο, επειδή δυο μέρες αργότερα πληροφορήθηκα ότι τα παιδιά εκείνα ήσαν μέλη μιας σπείρας, καθοδηγούμενα από ενήλικες της φυλής τους, τα οποία αποπειρώνται να εκβιάσουν ενήλικες με "φυγόκεντρες" τάσεις. Πληροφορήθηκα την περίπτωση ενός συνταξιούχου χήρου, ο οποίος δεχόταν επισκέψεις από μια μητέρα με το εννιάχρονο κοριτσάκι της, το οποίο - τη μία φορά που κατόρθωσε να μπει το σπίτι του - βγήκε ουρλιάζοντας και κατηγορώντας τον ότι της επιτέθηκε με σεξουαλικές διαθέσεις. Συλλήψεις, DNA τεστ, βεβαίωση ανυπαρξίας οιασδήποτε εμπλοκής του ανθρώπου με το ανήλικο και στο μεσοδιάστημα διαπόμπευση, βλέμματα, τα οποία έλεγαν "φύγε" στον αθώο και εγκατάλειψη της μικρής κωμόπολης, στην οποία εκείνος είχε επιλέξει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Καίτοι αθώος.  
 

Τι αξία έχει μια συντεταγμένη κοινωνία, λέτε;
Τι δύναμη προστασίας παρέχει σε καθέναν από εμάς;
Είχε δίκιο ο άσπονδος φίλος μου; 
Εκείνος δεν ήξερε αυτό που εγώ έμαθα εκ των υστέρων. 
Έδρασε συμπλεγματικά, χωρίς γνώση.
Κάθισα μπροστά του και τον παρατηρούσα ενδελεχώς, καθώς του μετέφερα την πληροφορία.
Δεν τρεμόπαιξαν με χαρά τα μάτια του.
Δεν ανάσανε με ικανοποίηση, επειδή είχε σώσει τον εαυτό του και τον κόσμο από ένα κύκλωμα μαστροπείας και παιδεραστίας, αναμεμειγμένο με παιδοφιλία.
Δεν αναφώνησε ότι θα τρέξει στην Αστυνομία και θα απαιτήσει να σπάσει το κακό σπυρί.

Κοίταξε μόνο τον καθρεφτισμό των ματιών μου πάνω του και μου είπε:
"Έγινα ζώο, για χάρη άλλων ή ήμουν πάντοτε;"

Πολλές φορές σκέπτομαι πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει κοινωνιολογία. Δεν αναφέρομαι στις βασικές αρχές και στα εκλαϊκευμένα συγγράμματα πέρι των θέσεων των μεγάλων του χώρου, αλλά πώς θα ήταν εάν είχα εντρυφήσει στις μονογραφίες, στις υψηλές έννοιες της επιστήμης αυτής. 

Θα καταννοούσα καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα;
Θα έβλεπα και θα διέβλεπα;
Θα είχε αξία η γνώση μου αυτή, εν σχέσει προς την πραγματικότητα "προς αντιμετώπιση";



Υποθέτω - δεν ξέρω με βεβαιότητα πλέον, όχι μετά την επέλαση των νεοφιλελευθέρων και την άνετη επικράτησή τους - ότι κατέχω ψήγματα ιστορικής γνώσης. 
Αυτά υποτίθεται ότι κάτι μπορούσαν να κάνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Δεν έκαναν, όχι όσον αφορά στο γενικότερο καλό. 
Δεν ισχυρίζομαι ότι, εφ' όσον εισακούοντο οι αναιμικές κραυγές μου, ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.
Δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ είχα τη λύση και κανείς δεν την άκουσε.

Αλλά βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άσπονδου φίλου μου και δε μπορώ να μη σκεφτώ εκείνον που μου είπε κάποτε:
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".

Αντί επιμυθίου:
Αυτό εδώ είναι το εκατοστό μου άρθρο σε τούτο το ιστολόγιο. Θα ήθελα να είχε καλύτερο τέλος, καλύτερο θέμα, καλύτερη αρχή. Θα ήθελα να έγραφα για ευχάριστα πράγματα, διασκεδαστικά και εύληπτα, για τη χαρά της ζωής και το μυστικό της κρεμ μπρουλε, για τα ξέγνοιαστα παιδιά της Γάζας, τα οποία σώθηκαν μετά την κοινή παγκόσμια συμφωνία. Θα ήθελα να ήταν σε αυτό το άρθρο η παράγραφος, η οποία θα αναφερόταν στην ταφή μετ' επαίνων και τιμών του κυρίου Πρωθυπουργού μας κατά την επιστροφή του από το τραγικό, όπως κατέληξε, πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα που κόστισε και τις αθώες ζωές σύσσωμου του Υπουργικού Συμβουλίου και των συνεπιβατών μεγαλοεπιχειρηματιών και τραπεζικών, οι οποίοι είχαν μεταβεί στο Βερολίνο για επικοδομητικές συζητήσεις πάνω στην Ελληνική ανάκαμψη. Θα ήθελα να εκφράσω τη θλίψη μου για τον πρόωρο χαμό της κυρίας Καγκελαρίου, να δηλώσω ότι συμπάσχω με το φίλο Γερμανικό Λαό, να διαρρήξω τα ιμάτιά μου που χάθηκε ένας τόσο σημεντικός άνθρωπος, μόνον και μόνον επειδή επέλεξε να συνταξιδέψει στη χώρα μου, ώστε να εξηγήσει καλύτερα και πιο ξεκάθαρα τι πρεσβεύει η φίλη χώρα Γερμανία και τι αποφάσισε για τη δική μου χώρα, μετά τις επικοδομητικές συζητήσεις του Βερολίνου. 

Θα ήθελα να μην είναι έτσι ο κόσμος μας και να μη δω. 
Χωρίς κοινωνιολογικές σκέψεις κι αναλύσεις. Χωρίς Ιστορική Γνώση.
Μόνο με Θάνατο.

* του Θάνου Αθανασιάδη
(τίτλος δανεισμένος, καθώς και το στιχουργικό πόνημα του Peter Hammill, από το LP "Present" των VdGG ,
Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Εγώ, ο δικηγόρος *


... δεν προσπαθώ να κλέψω τον τίτλο του Παπινιανού. Απλά ο άνθρωπος τον πρόλαβε.
Αλλά πάντοτε με γοήτευε η ιδέα ότι θα γράψω ένα κείμενο που θα τιτλοφορείται έτσι.

Θα ήθελα να γράψω "Εγώ, ο πιλότος". 
Πιο πολύ με γοήτευε αυτό.

Αλλά το παιδικό μου όνειρο διαλύθηκε στις 12 Αυγούστου του 1983, και περί ώρα έκτη απογευματινή, όταν πληροφορήθηκα ότι πάσχω από μυωπία.

Έκτοτε έμεινε ο ο νόμος να με γοητεύει. Και η μουσική. Και τα βιβλία. Και οι ωραίες γυναίκες. 
Και όλα τα παραπάνω, μυστήρια μείζονα εισίν.
Και όλα τα κατέκτησα, έλεγα στον εαυτό μου. 
Μετριόφρων, έως του αναγκαίου, ξέρετε.

Και λίαν προσφάτως έστρεψα τα όμματά μου και προς την κατεύθυνση των αρχέγονων ενστίκτων, το ψάρεμα, την επαφή του θύτη με το θήραμα, σε ευθεία γραμμή.

Το μήνα Οκτώβριο του 2013 έγινα ψαράς. 
Ερασιτέχνης, αλλά με προοπτικές.

Και δεν το συνδύασα. 
Δεν τα συνδύασα έως χθες.
Αλλά τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας. 

Της πραγματικότητας του δικηγόρου.

Ξέρετε, εμείς οι δικηγόροι είμαστε παραγωγοί, όσο και προϊόντα της αστικής τάξης. 
Γνωρίζουμε το νόμο που το εκάστοτε δημοκρατικό καθεστώς μας παραδίδει "προς χρήση". 
Δηλαδή, άλλοι αποφασίζουν ποιος είναι ο νόμος και άλλοι κρίνουν με βάση το νόμο. 
Εμείς κάνουμε τη λάντζα, πηγαίνουμε από τον ένα στον άλλο.

Σχηματικά αν το δει κανείς, φανταστείτε έναν τύπο που τον αγαπάνε πολλοί και τον εκλέγουν με τη ψήφο τους περισσότεροι. 
Αυτός γίνεται βουλευτής, όποια δουλειά κι αν έκανε πριν. 
Αυτός στη συνέχεια πηγαίνει στη Βουλή και μαζί με άλλους, εξίσου αγαπητούς, σαν και τον ίδιο, αποφασίζουν ότι κατάλαβαν τι ήθελε ο κόσμος που τους έκανε βουλευτές, το λόγο δηλαδή. 

Λόγοι υπάρχουν πολλοί, πράγματα που να θέλει ο κόσμος από τους αγαπητούς βουλευτές, οι οποίοι είναι κι οι εκάστοτε περισσότεροι, σημειωτέον, η πλειοψηφία, σαν να λέμε:

Να, ένα που μου ήρθε στο μυαλό τώρα δα! 
Ο κόσμος θέλει να δώσει τα λεφτά που του κρατούσαν κάθε μήνα από το μισθό του στις "αγορές". Δεν έχει τρόπο να το κάνει ο ίδιος, οπότε οι αγαπητοί του κι εκπρόσωποί του πάνε και βγάζουν ένα νόμο που να λέει "θα πάρουμε τις οικονομίες που έχουν κρατηθεί για τα γεράματα του κόσμου και θα τις δώσουμε στις αγορές, για να σωθεί η Εθνική Τράπεζα, που έχει κίνδυνο να πτωχεύσει". 

Ή, σκέφτεται ο κόσμος: 
"Ποιον τρόπο έχω να δώσω εγώ τα λεφτά που χρωστάνε οι φίλοι και συνάνθρωποί μου, οι βιομήχανοι;" 

Οι βουλευτές, ως εκπρόσωποι του κόσμου λένε: "Να, θα βγάλουμε ένα νόμο που θα λέει ότι τα λεφτά που χρωστάνε οι βιομήχανοι, θα τα δώσει ο κόσμος".
Κι έτσι γίνεται, πράγματι! 

Βλέπετε, εγώ ο δικηγόρος, γνωρίζω ότι δε συμμετέχω στη διαδικασία, όσο κι αν με πειράζει, όσο κι αν συνάδελφοί μου περιστασιακά βρίσκονται στον τόπο γενέσεως των νόμων, όσο κι αν κάποιοι του κλάδου μου τρέπονται σε αποφασίζοντες, όσο κι αν εκπροσωπώ την αστική τάξη.

Επειδή γνωρίζω και το γιατί.
Υπάρχουν, βλέπετε, αυτές οι περιβόητες "αιτιολογικές εκθέσεις", όλα όσα γράφονται, για να εξηγήσουν το σκεπτικό, για το οποίο προτείνεται και θα ψηφιστεί ένας νόμος.

Και κάποτε αυτό ήταν σχετικά αδιάφορο, επειδή οι "σοβαροί" νόμοι ενείχαν πάντοτε και πολιτική βούληση (από δω να πάει, από κει να πάει, αλλά να γίνει αυτό), ενώ οι υπόλοιποι νόμοι είχαν σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους. 
Η Δικονομία, για παράδειγμα, ο τρόπος, δηλαδή, που διεξάγονται οι δίκες, ήταν η κλασσική περίπτωση νόμου, ο οποίος στηριζόταν στη βελτίωση της πρακτικής των Δικαστηρίων. 

Με απλά λόγια, να βγαίνει ο σοβαρός νόμος, να τον καταλαβαίνουν κουτσά στραβά οι απλοί πολίτες, να υπάρχει μια πιο εσωτερική πληροφόρηση και μια στρατιά δικηγόρων, για να τον καταλαβαίνουν και οι λιγότερο απλοί πολίτες, ώστε οι απλοί πολίτες να αραχνιάζουν στις ουρές και οι λιγότερο απλοί πολίτες να κάνουν δουλειά τους.

Και με εξίσου απλά λόγια, να βγαίνει και ένας "λειτουργικός" νόμος, όπως ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας και να μπορεί όλος ο κόσμος να κάνει τη δουλειά του, αφού προηγουμένως πήγαινε στο δικηγόρο, γιατί μόνος του δε μπορούσε να καταλάβει γρυ.  

Παράδοξα αυτά που έγραψα παραπάνω, ε;
Σαν να είπα ότι οι λειτουργικοί νόμοι σκοπό τους έχουν να στηρίζουν τη δουλειά του δικηγόρου, καθιστώντας τον απαραίτητο.

Λέτε να έσφαλα;

Ας το δούμε:
Ποιος πάει μόνος του στο δικαστήριο, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος βγάζει κάρτα παραμονής, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος ανοίγει κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος παίρνει ΕΣΠΑ, χωρίς δικηγόρο;

Η απάντηση είναι απλή:
Όποιος θέλει να χάσει.

Σήμερα όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως τα γνωρίζαμε. 
Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι έχουμε απωλέσει ποσοστό Δημοκρατίας, το δικηγόρο (σε πρακτικό επίπεδο) δεν τον ενδιαφέρει και τόσο κάτι τέτοιο. 
Να εξηγηθώ: σε πρακτικό, εργασιακό επίπεδο, όχι σε προσωπικό.

Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως ανέφερα, ο δικηγόρος νεροκουβαλητής είναι, όχι η πηγή, όχι ο πότης. Ό,τι του δώσεις να κουβαλήσει, και ξύδι που λέει ο λόγος, αυτό θα κουβαλήσει.
Γιατί όμως να του δώσεις ξύδι;
Γιατί να πιει ο διψασμένος ξύδι;
Ποιος θέλει να ξεδιψάσει με ξύδι που άλλοι έφτιαξαν κι άλλος αποφασίζει για το μέγεθος του ποτηριού;

Ξεδιψάει το ξύδι;
Θυμώνει κανείς με τους ξυδοπαραγωγούς;

Ο δικηγόρος θυμώνει - σε προσωπικό επίπεδο.

Είχε μια παγιωμένη τακτική στο μυαλό του.
Ήξερε ότι θα κουβαλάει - αυτό επέλεξε.
Σήμερα όμως κουβαλάει ξύδι.
Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος πια.
Ούτε ο ίδιος.

Κι αν υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με το ρόλο του δικηγόρου, ας γίνει αυτή η γραπτή απόπειρα καταγραφής των σκέψεων του ενός (τυχαίου), εφαλτήριο για μια γενικότερη (;) προσέγγιση πάνω στο κοινωνιολογικό φαινόμενο αυτού του ανθρωπότυπου, αυτού του είδους, όπως θέλετε πάρ' τε το. 
Ρωτήστε κι άλλους, στην τελική, τι να πω. 
Αν διαφέρουμε, σφάλλω. 
Αν όχι, κάτι γίνεται.

Στην Ελλάδα του '14 υπάρχουν δύο τύποι δικηγόρων, λέω εγώ τώρα: οι τραπεζάδες και οι μη τραπεζάδες. Αν ακούσετε ότι κάποιος είναι τραπεζάς και επαναστάτης, κατά δήλωσή του, εγώ λέω ότι σας δουλεύει. 
Αν ισχυριστεί ότι είναι τραπεζάς για τα προς το ζην και ότι η κακούργα η κενωνία τον υποχρέωσε να συνεχίσει να εξοικονομεί τα προς το ζην με το να βγάζει διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς, προγράμματα, αναγγελίες, κατακυρωτικούς πίνακες, να υποστηρίζει ότι το ακίνητο απώλεσε τα τέσσερα πέμπτα της αξίας ενώπιον του Δικαστή, ένεκα η κρίση να 'ουμ', αλλά συνεχίζει να δηλώνει επαναστάτης, τότε σας δουλεύει διπλόφαρδα. 
Έτσι λέω εγώ. 

Αν αυτός ο άνθρωπος εμμένει να πλασσάρεται στα πηγαδάκια της ολοένα και μειούμενης πολιτικής μαρίδας ως ο ρηξικέλευθος, ο προτείνων, ο αποψάκιας, ο σκεπτόμενος, ο πλάγιος αριστερός μπεκρούλιακας που μιμείται το Μπουκόφσκι στα καλύτερά του, τότε σας δουλεύει ψιλό γαζί, διότι: 
Και το νόμο που έφτιαξαν οι ισχυροί γνωρίζει,
Και το λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε αυτός ο νόμος γνωρίζει, 
Και ότι ο Δικαστής δε μπορεί να κάνει τίποτε για να αλλάξει το νόμο, παρ' εκτός να τον εφαρμόσει, γνωρίζει.

Κι αυτός, ο νεροκουβαλητής της ιστορίας, ανάγεται σε όπλο της τράπεζας, αφού:
Αν δεν υπογράψει ο δικηγόρος τη διαταγή πληρωμής, αυτή δεν εκδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την επίδοση, η Διαταγή δεν επιδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την εκτέλεση της απόφασης, αυτή δεν εκτελείται.

Τίποτε δε γίνεται, υπό το καθεστώς της ισχύουσας νομοθεσίας, της Δικονομίας μας (είδατε, τελικά, τι χρήσιμο πράμα είναι αυτή η Δικονομία;), αν ο Δικηγόρος αρνηθεί, σύμφωνα με τον όρκο που έδωσε, σύμφωνα με τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα, στο οποίο πρωτίστως υπακούει, να εργαστεί υπέρ των συμφερόντων της τράπεζας, να εκπροσωπήσει την Τράπεζα, να (εξ)υπηρετήσει το τραπεζικό σύστημα.

Και το συνδύασα. 
Τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας. 
Της πραγματικότητας του δικηγόρου.

Έγινα δικηγόρος για τον ίδιο λόγο που ήθελα να γίνω πιλότος, για τον ίδιο λόγο που με ώθησε στη μουσική και τα βιβλία. Για να βοηθήσω με τον τρόπο μου, καθώς ζω τη δική μου ζωή, στη δική μου σφαίρα, στο δικό μου μικρόκοσμο, χωρίς να χρειάζεται, έστω κι ένα βράδυ, να μη μπορώ να κοιμηθώ από τύψεις ή κρίσεις συνειδήσεως. Για να μη χρειάζεται να βλέπω μάτια οργισμένα, ψυχές συντεθλιμμένες, να μην ακούω για αυτοκτονίες λόγω χρεών προς την Τράπεζα, οι οποίες θα άφηναν το μικρό τους μερίδιο στην (συμ)μετοχή μου- και μια θέση στην κόλαση, το φυσικό χώρο των δικηγόρων κατά τη σχετική ανεκδοτολογία.

Δεν είμαι τραπεζάς, είμαι δικηγόρος.
Δε συμμετέχω στη λεηλασία.
Ξέρω καλύτερα από τόσο.
Ξέρω το νόμο, ξέρω και το λόγο που γράφτηκε έτσι.
Και ξέρω ότι στηρίζω την αστική τάξη.
Τους ίδιους ανθρώπους που ο Χίτλερ έπρεπε να εξανδραποδίσει, εάν ήθελε να ματοκυλίσει τον κόσμο.
Τους ίδιους ανθρώπους που σήμερα χάνουν, συμπιέζονται, σβήνουν κάτω από ακροδεξιά μορφώματα, αντιαστικά, αντιανθρώπινα, τραπεζικά.
Δε θέλω να συμμετέχω σε αυτό, απεναντίας, θέλω να συνεισφέρω στην ήττα του.

Σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο τρόπος.

*του Θάνου Αθανασιάδη

Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Αόρατοι *


Δε μας βλέπει κανείς.
Δε μας ακούει κανείς.

Φωνάζουμε, αλλά ο άνεμος παρασέρνει τις λέξεις.
Οιμωγούμε, αλλά ο λαός γύρω μας ουρλιάζει σιωπηλότερα.

Θα πιαστούμε στα χέρια, στο τέλος.
Θα εκραγούμε και θα ορμήσουμε.

Αλλά θα είμαστε άυλοι, κανείς δε θα ματώσει.
Θα είμαστε ανύπαρκτοι, κανείς δε θα μας βρει στο διάβα του.

Υπήρξαμε Έλληνες.
Περήφανοι μόνο στα λόγια.

Βολευτήκαμε κάτω από ετικέτες.
"Καλά, εσύ πέθανες νωρίς".

Και τώρα παρίσταται χρεία.
Και πάντα θα παρίσταται χρεία.

Αλλά δε θα είμαστε εδώ, για να κάνουμε το καθήκον μας.
Είμαστε, βλέπετε (;), αόρατοι.

* του Θάνου Αθανασιάδη
(τίτλος και ακροτελεύτιο 
χάρη στον Κωνσταντίνο Νάκκα)

Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Αναπάντητο*



Λέω να υπερβώ τα εσκαμμένα απόψε. Να γράψω πιο αποστασιοποιημένα για τον άνθρωπο των ημερών, των δικών του τελευταίων ημερών. Και δε μπορώ να καταλήξω τι είναι, τέλος πάντων, αυτός ο άνθρωπος, για να οδηγήσω τη σκέψη μου σε ένα πλάνο. Κάτι σαν Ιστορία που γράφεται, πριν να γίνει Ιστορία, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να λειτουργήσει έξω από τα όρια του χρονικού. Αυτοκαταστροφικός ή εθελοτυφλών; Ανίερος, ανόσιος ή προβληματικός; Ανίκανος ή προδότης; Εκβιαζόμενος ή αυθεντικός μισέλληνας; Κουτός ή υπερφίαλος και ματαιόδοξος;

Τι είναι τελικά αυτός ο άνθρωπος;

    Δε νομίζω ότι έχει πραγματικά αξία να αναφερθώ στο συρφετό που εξορμά και ίπταται στο όνομά του. Αριβίστες και ωφελιμιστές, κόρακες και γύπες υπάρχουν παντού και θα υπάρχουν πάντα να γυρέψουν – θρασύτατοι, ύαινες, ζήτουλες σωστοί – κομματάκι από την πίτα.
Αυτός όμως; Θα μπορούσε να ξεκοκαλίζει τα έτοιμα για άλλες τρεις γενεές, θα μπορούσε να αποδεχθεί ότι το πνευματικό του ανάστημα και το παράστημά του, το προφίλ του το ίδιο, η δυναμική του, δεν ήταν αρκετά. Θα μπορούσε να απέχει, όπως κάθε σώφρων άνθρωπος, από όσα δεν ξέρει να κάνει καλά.
Πότε, όμως, έγινε έτσι με τους δεξιούς; Πότε αποδέχθηκαν ότι δεν έχουν τη στοιχειώδη ανθρωπιά, για να ασκήσουν πολιτική; Με τεχνάσματα και δολοπλοκίες, με χρήση κανονική των κουτών, με εξανδραποδισμούς, όποτε παρέστη χρεία, πάντοτε ζητούσαν κι έπαιρναν κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα.

Αυτός ο άνθρωπος όμως πήρε το μεγάλο βάρος: αντάλλαξε ένα λαό, αντάλλαξε τη ζωή των γενεών, οι οποίες είχαν την ατυχία να ζουν ταυτόχρονα με αυτόν, προδιαγράφοντας το μέλλον εκείνων των τριών γενεών, οι οποίες θα έλθουν μετά από αυτόν.

Γιατί; Κι αν ακόμη στην περίπτωσή του τυγχάνουν εφαρμογής όλες οι δικαιολογίες του κόσμου, ακόμη και τότε, γιατί;

Κι όλα τα κοράκια γύρω του, ακόμη κι οι γύπες που λατρεύουν την οσμή της αποσύνθεσης, ακόμη κι αυτοί, τι λένε σήμερα; Τους αρέσει τόσο πολύ αυτό που συνέβη, αυτό που συμβαίνει; Ποιος στ’ αλήθεια θέλει να πάει να ζήσει σήμερα στη Νιγηρία; Ποιος στη Συρία; Ποιος στην Τουρκία; Ποιος χαίρεται που γεννήθηκε Κενυάτης, ποιος χαίρεται που η μάνα του είναι Αιθίοπας, ποιος αγαλλιάζει στη θέα της κατεστραμμένης πατρογονικής γης;

Να είναι τόσο εκδικητικός; Να έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του η μνήμη ελέφαντα; Να μην έχει συγχωρέσει ακόμη τους δικούς του ανθρώπους, τους δικούς του ομοϊδεάτες για το προ εικοσαετίας στραπάτσο; Τότε τον διέλυσε ο προεστός των άλλων συνωμοτών. Τώρα αυτός ο άνθρωπος έχει κατορθώσει να πάρει μαζί του τον πλέον ιδιώτη από τους κατιόντες του. Τον άνθρωπο που τον έλεγαν ημέρα ανάπαυσης.
Κι όμως ο άνθρωπος αυτός δεν κάνει πίσω, δε σταματά, κι ας γνωρίζει το τέλος. Γιατί θα είναι τέλος, πραγματικό.
Όμως γιατί;



* του Θάνου Αθανασιάδη



Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

De bello civili*


   


Βάζω κάτω τα δεδομένα:

Κανείς δεν αντιδρά πραγματικά, κανείς δεν εξανίσταται σε καταστάσεις (ή/και) με καταστάσεις πρωτόγνωρες. 

Όλοι φαίνεται να έχουν αποδεχθεί την άτυπη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, υπό το κράτος της οποίας το Σύνταγμα «κάνει πίσω» και οι εξουσίες γίνονται έκτακτες. 

Κάπου άκουσα αυτές τις ημέρες ένα σχόλιο για το πώς το κάψιμο μια τράπεζας και οι τρεις νεκροί της εξουθένωσαν το κίνημα της πλατείας. 

Μπορεί να είναι κι έτσι, μπορεί και όχι. 

Μπορεί, όποιος βγήκε στις πλατείες, να έψαχνε για αφορμή να πάει και να κάτσει σπίτι του.

Μετέχω σε δυο τρεις ομάδες, communities και γκρουπ, τα οποία προωθούν τις θέσεις και τις αντιλήψεις της Αριστεράς. Προσπαθώ, αλλά ανταπόκριση δε βρίσκω. 

Οι περισσότεροι αδιαφορούν για τις ουσιαστικές ειδήσεις, κάποιοι τις αλλοιώνουν, κάποιοι δεν καταλαβαίνουν καν τι διάβασαν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι βέβαιο ότι δε φταίνε: απευθύνονται σε όλους, όχι στους διαβασμένους, στους ενδιαφερόμενους ή στους «ψαγμένους» - και καλά. Και τι φταίει ο λαουτζίκος; Να μην τον πρήζουν θέλει – και λίγο παντεσπάνι.

Δε βρίσκω λύση και σε αυτό το κόλπο: «ελάτε όλοι να πούμε πόσο δίκιο έχουμε – μεταξύ μας». 

Θέλει να σε ακούσει και ο άλλος, λέω εγώ τώρα.

Παρατηρώ, βέβαια, μάλλον για το φόβο των Δαναών – μην και ξυπνήσει κανείς -, μια συνεχή διαβαθμισμένη απαξίωση της πραγματικότητας: Μόλις μια πραγματικά σημαντική είδηση πάει να κάνει το πέρασμα από το μυαλουδάκι των συμπολιτών μου, έρχεται και πετάγεται ο γκόμενος της Σιμώνης, τσακ εμφανίζεται ο Κρέμος στο γκρεμό να μιλάει απαξιωτικά για τους σακάτηδες αυτής της σφαίρας, τσακ κάνει μια πολύ καυτή εμφάνιση η Ελενίτσα και ο Κοκο-βιος με παιδιά, εγγόνια και σαντάλια. Τσακ, τσακ, τσακ, τσατ - πατ – κιουτ, όλο και κάτι γίνεται. Άμεσα, γλαφυρά, αποσυντονιστικά.

Και οι φίλοι πάνε για μπανάκι, καφεδάκι, βολτίτσα, γράφουν κανονικά τη φάση, σαρώνει η ραστώνη, δεν τους καίει και τόσο, φαίνεται.

Φαίνεται το ‘να, φαίνεται τ’ άλλο.

Vivere pericolosamente, το ζην επικινδύνως ελληνιστί. Διότι αυτή είναι επικίνδυνη ζωή.

Ο γέρος φοβάται την αναρχία.
Ο νιος φοβάται για τα παιδιά του. 
Τα παιδιά φοβούνται για τις γκόμενες που δε θα τους κάτσουν, αν δεν είναι πολύ κουλ, όμως. 
Οι πουρότεροι, που πηδούσαν με το πορτοφόλι, φοβούνται ότι κανένα πιπίνι δε θα τους κάτσει με την κρίση, αν δε δείξουν ανέμελοι. 

Όλοι στη μούφα. 

Οι πλαστογράφοι, που χώθηκαν στο Δημόσιο με εκείνο το πτυχίο από το Ανώτατο Κολλέγιο της Ζουαζιλάνδης, ξέρουν ότι δεν τους παίρνει να το παίξουν και πολύ μάγκες. 
Οι μάγκες, που έχουν τη λίστα με τους ζουαζιλανδοπτυχιούχους, ξέρουν ακριβώς που χτυπάνε. 
Όλοι μαζί χαίρονται που έδιωξε το λαμόγιο το Μήτσο και όχι τους ίδιους, που είναι λαμόγια. 

Οι τύπισσες της ΕΡΤ σε φωτογραφίες φεϊσμπουκάτες του ’12, με βυζί τέεεελειο και ντυσιματάκι τουλάχιστον για δεξίωση στου Αντώνη, σήμερα ενεργές ακτιβίστριες, μεταδίδουν την «πραγματική» είδηση και όχι εκείνη που τους επέβαλε το εξουσιαστικό καθεστώς – μέχρι και τη στούκα στον τοίχο της απόλυσης. 

Εν τω μεταξύ, η πλάκα είναι ότι ο μόνος λόγος, για τον οποίο καταργήθηκε εκείνο το νυν επαναστατικό μαγαζί είναι το ότι ο κυρ – Αντώνης ήθελε να πάει μονάχος στην κυρά – Αγγέλα. 

Ξέρετε, είναι εντελώς κουλό, αλλά συμβαίνει κάπως έτσι: πάει ο πρωτομάστορας να ρωτήσει το αφεντικό πώς να γκρεμίσει την οικοδομή, αλλά α) δε θέλει κανένας να μάθει ότι το σχέδιο είναι η κατεδάφιση και όχι το χτίσιμο, και β) ο μόνος που μπορεί να το πληροφορηθεί αυτό είναι ο κολαούζος (βλέπε συνεργείο κάλυψης ειδήσεων) του κρατικού καναλιού. Οπότε … καταργείς το κρατικό κανάλι. 

Ε, έτσι χάσαμε τον πολιτισμό από τις οθόνες μας.

Και κανείς δε θέλει να δουλέψει. Κανείς δεν έχει τη διάθεση να το παλαίψει. 

Και κανείς δεν ενδιαφέρεται για την επόμενη μέρα. 

Και η μέρα αυτή δεν είναι μακριά. 

Κι όλοι θα φάνε τη φλασιά εκείνη τη μέρα και τίποτε δε θα γίνεται πια, διότι τίποτε δε διορθώνεται μετά το μπαμ.

Και δεν είμαστε στο ’08. Και δεν υπάρχει σάλιο. Και, ναι, θα ξαναγυρίσουμε στις γειτονιές, με ανθρώπινο πρόσωπο και χαρακτήρα. Θα μοιραζόμαστε ένα πιάτο φαἵ με το συνάνθρωπο (μάλλον από εκείνον θα το ζητάμε, κι όχι εκείνος από εμάς) και η μπομπότα θα μας δώσει ενέργεια για την επόμενη μέρα (παραγνωρισμένη αυτή η μπομπότα  - και ο καφές από ρεβύθι εξαίσιος). 

Και ο τέεεελειος Άκης θα μας φτιάχνει συνταγές της γιαγιάς με γκουρμέ πινελιές, και η Φαίη μας θα δει επιτέλους τον καλό της χοντρούλη σε πιο φυσιολογικά μεγέθη (είναι και ψηλό, το άτιμο) και η Ελενίτσα θα μας αφήσει για μέρη πιο λάτιν ή ανατολικά (γιατί, τι έχει η γείτων;; Τόσες και τόσες κάνανε καριέρα με τέτοια ταλέντα!)

Και το Ελλαδιστάν καταρρέει. Με σκιαγμένους πάμπλουτους υποτελείς ηγεμονίσκους, σαν εκείνους τους δικτάτορες της Αφρικής που τους κούναγε η μακρά χειρ της Σιών.

Και ο κόσμος καταρρέει. Γιατί, σε αντίθεση με την προ του ’90 εποχή, οπότε υπήρχε και αρκούδα του βορρά και κίτρινη αρκούδα και αρκουδόπουρο και αρκουδοκαντάϊφο, σήμερα υπάρχει ένας κόσμος αντεστραμμένος, με ζιγκ χάιλ και αποτυχημένους μισανθρώπους, μισέλληνες, πειραματιστές, δουνουτουδικούς, αποτυχημένους, βλάκες, αδιάφορους,  κακούς, με λίστες λαμογίων και διάφορα τέτοια, τα οποία οδηγούν σε οριζόντιες, κάθετες, επιλεκτικές και μη, απολύσεις, σε σκηνικά που μας αφήνουν σε κατάσταση ανομίας (αλλά όχι αναρχίας, προς Θεού!)

Αλήθεια, να ελπίζω σε κάτι;


* του Θάνου Αθανασιάδη, 
όχι του Ιουλίου Καίσαρος

Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Αναμένουμε*





Μπείτε, αν θέλετε, στη θέση και τη λογική του: Από τη στιγμή που ο διακαής του πόθος έγινε αποδεκτός από τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, ανέμενε τρεις δεκαετίες, έως τη στιγμή που θα ολοκλήρωνε, πρώτα την ανασυγκρότηση της χώρας του (’78-’90), μετά την ένωσή της, έπειτα την εξάπλωσή της(’93-’08), ώστε να επιτύχει, όσα εξαρχής είχε θέσει ως στόχο: τη Μεγάλη Γερμανία.
Δείτε πόσο κοντά βρίσκεται στην επίτευξη του στόχου του: Μέρες ελάχιστες πριν την επανεκλογή της αδελφής ψυχής του, ώστε η εκδίκηση να ολοκληρωθεί. Ναι, ο κύριος Σόιμπλε μισεί την Ελλάδα. Γεννήθηκε μέσα σε ιαχές δόξας και αντελήφθη τον κόσμο του κατεστραμμένο. Μελέτησε, αποδελτιοποίησε και αποφάσισε: για τα δεινά του φταίχτης ήταν η Ελλάδα. Κάθε σοβαρός στρατηγικός αναλυτής θα επιβεβαιώσει ότι, χωρίς την καθυστέρηση της Κρήτης, ο Ρόμμελ θα είχε συντρίψει κάθε αντίσταση. Χωρίς την κίνηση του Μανώλη Γλέζου  και του Απόστολου Σάντα, η Ευρώπη θα είχε απωλέσει το μόνο της όπλο έναντι της γερμανικής υπεροχής: το ηθικό.
Ο Πρώτος Παρτιζάνος της Ευρώπης, κατά την προσφώνηση του Ντε Γκωλ, στάθηκε απέναντι στη σβάστικα και τη νίκησε. Όμως η σβάστικα ήταν το ριζικό του κυρίου Σόιμπλε. Αν εκείνη είχε μείνει στον ιστό, ο σημερινός αγχωμένος μισάνθρωπος και πρωτίστως μισέλληνας, θα ευρίσκετο σε θέση υπεροχής όλη του τη ζωή. Αντ’ αυτού υποχρεώθηκε να ξοδέψει τη ζωή του και να αποδυθεί σε έναν υπέρ πάντων αγώνα για την αναστήλωση του Ράιχ.
Και να που σήμερα όλα έχουν σχεδόν επιτευχθεί. Και να που σήμερα στον ιστό ανεμίζει και πάλι η σβάστικα. Και να που φτάνει ο νικητής. Επιζητεί την πλήρη υποταγή. Οι πόρτες να είναι σφαλιστές. Τα στόματα κλειστά. Οι νοήμονες βουβοί και οι κουτοί έντρομοι. Για ένα πιάτο φαἲ. Για μια δουλειά στη φάμπρικα. Για όλες τις χαμένες μέρες και νύχτες του κυρίου Σόιμπλε.
Είναι πολλά, αυτά που μπορεί να καταλογίσει κανείς στον άνθρωπο αυτό, ένα δε μπορεί να του αμφισβητήσει: τη συνέπεια. Αυτός είναι το όπλο στο χέρι, αυτός και ο Δήμιος. Πώς να αντιμετωπιστεί τέτοιος άνθρωπος; Ποιος να σταθεί αντίκρυ του και να του πει: «σε νίκησα μια φορά, θα σε νικήσω πάλι!»; Ποιος το έχει κάνει, άραγε;
Σύντροφε Μανώλη, είναι μάλλον αστείο να σε προσφωνούμε εμείς έτσι, εμείς που καλά καλά δε σκάσαμε ακόμη από τ’ αυγό μας. Σε γνωρίσαμε προ ελαχίστων ημερών και η ανατριχίλα από τον ελάχιστο συγχρωτισμό παραμένει στο δέρμα μας.
Σύντροφε Μανώλη, είναι τιμή μας που έχουμε εσένα για σημαία, εσένα για ασπίδα, εσένα για όπλο. Ξέρουμε ότι αυτός ο σκυφτός, βουβός, πρόσκαιρα ηττημένος, λαός μας μπορεί να ξανανιώσει το αίμα να κυλάει στις φλέβες του.
 Αν είναι να τολμήσουμε, κάποιος ήρωας θα πρέπει να σταθεί μπροστάρης. Αναμένουμε.

*Κωνσταντίνου Νάκκα & Θάνου Αθανασιάδη 
Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Το έλεγε ο Χριστός, ρε ηλίθιoi*

Γελούσα με τα λαμόγια που λυμαίνονται τον τόπο μου. Σκεπτόμουν ότι θα τους πάρουν με τις πέτρες, ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα γυρνούσε μπούμερανγκ. Ότι θα ξεμπροστιάζονταν, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις.
Είχα δίκιο, αλλά όχι σε όλα.

Ακόμη να τους πάρουν με τις πέτρες.

Έχουν περάσει 45 χρόνια από την πλάτη μου. Και αυτούς και τη δημόσια τηλεόραση την έχω πληρώσει χρυσή, εν γνώσει μου. Αναγκαίο κακό καλό. Ένας συρφετός από τενεκέδες με διοίκησε, ένας συρφετός από τενεκέδες τους στήριξε επικοινωνιακά και έχει περάσει από κει μέσα. Αλλά το μαγαζί αυτό το έχω αγορασμένο και πληρωμένο μέχρι την τελευταία κάμερα, μέχρι το τελευταίο μόνιτορ. Άρα είναι δικό μου. Εγώ πρέπει να αποφασίσω τι θα το κάνω. Κι εγώ αποφασίζω να το δουλεύω για πάντα, κι ας γνωρίζω τι έχει συμβεί εκεί μέσα.
Ένας φίλος το είπε σωστά: "Είναι η Δημοκρατία, ηλίθιε". Το δανείζομαι και συντάσσομαι. Η τελευταία φουρνιά είναι οι χειρότεροι. Αγράμματοι, αρριβίστες, μνησίκακοι πλούσιοι, κενοί δημιουργικής σκέψης,  διορισμένα κομματόσκυλα, μπλε και πράσινα ντουβάρια, ωφελιμιστές, υπολογιστές, συγκαλύπτες,  δοτοί, αποκρύπτες, όλα τα παράγωγα με κατάληξη εις -ίσκοι. Αλλά γνωρίζω καλά ότι ο λόγος που τάχα μου πρέπει αυτό το μαγαζί να κλείσει, είναι για να μην τολμήσει κανείς να κουνηθεί, όταν θα έρθει η ώρα των υπολοίπων. 

Πάνε να με παίξουν με τους δικούς τους, για να νομίσω ότι τάχα μου λειτουργούν με γνώμονα το κοινό καλό. Για να το καταπιώ και να με διοικήσουν υποταγμένο και κορόιδο.

Αλλά εγώ βαρέθηκα πια. Και αρνούμαι να διοικηθώ από την τάξη των μνησίκακων πονηρών, των αγραμμάτων δοτών τενεκέδων. Αρνούμαι να υπηρετήσω άλλο υπό την ηγεσία του γερμανόφιλου  συρφετού. Γιατί εγώ και ο Γερμανός είμαστε εχθροί.

Εγώ και ο γερμανόφιλος, ο υποτακτικός του Γερμανού, είμαστε εχθροί.

Not on my watch – όχι στη σκοπιά μου λένε οι κολλημένοι στρατόκαβλοι. Αλλά από αυτόν τον "κολλημένο στρατόκαβλο" δεν περνάει τίποτε, εκτός κι αν τον φας με χωσία. Δε με νοιάζει πώς έγινε πια. Υπήρξα συνένοχος – με την ευρεία έννοια του όρου. Ανέχτηκα κάφρους, τομάρια, γλύφτες, μάζες. Δεν κατήγγειλα κανέναν. Τα λέγαμε μεταξύ μας, δυο φίλοι, τρεις φίλοι, μια παρέα. Όχι παραέξω. Από ελιτισμό. Από υπερηφάνεια. Από: «Εμείς χαφιέδες δε θα γίνουμε ποτέ». Από βλακώδη (;) επιθυμία να αποστασιοποιηθούμε από τη μάζα και τα καθήκια που την καθοδηγούν.

Και η μάζα μας εκδικήθηκε, σαν φυτό που βλάστησε σαρκοβόρα.

Ο λαός, ο λαός, ο λαός. Μια πιπίλα, χίλια στόματα να γλύφουν.
Δέκα εκατομμύρια ηλίθιοι κι εσύ είσαι ο έξυπνος κι α αποστασιοποιημένος;

Λάθος.  Σου και Μου και Μας.

Ο ηλίθιος έχει γνώση των ελλείψεών του. Έχει ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ποταπό; Όχι δα. Ορμέφυτο, αυτή είναι η σωστή λέξη. Ο ηλίθιος γίνεται μάζα, για να υπερκεράσει το «πρόβλημα» των έξυπνων, να μη νιώθει ντροπιασμένος που είναι «λίγος» Ο έξυπνος δεν το νιώθει έτσι, αλλά αυτό δεν είναι το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ότι, πατώντας σε αυτό ακριβώς πάνω, οι πονηροί χειραγωγούν τη μάζα των ηλιθίων.
Οι πονηροί σιχαίνονται και μισούν τους έξυπνους πιο πολύ από ό,τι οι ηλίθιοι. Γιατί; Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί.

Γιατί οι πονηροί ζουν με το φόβο – που γίνεται μίσος – ότι οι έξυπνοι θα ξυπνήσουν τους ηλίθιους.

Είναι τρομερό αυτό. Ο ηλίθιος μπορεί να κοπιάσει λιγότερο, να πετύχει περισσότερα, να ευημερήσει, εάν διοικείται από έξυπνους. Αλλά δεν το ξέρει. Και δεν το ξέρει, επειδή ο πονηρός έχει ρόλο – και λόγο – να τον αφήσει στην τύφλα του, είδος προς εκμετάλλευση.

Ο πονηρός τι ρόλο έχει σε όλα αυτά; Δεν αποδέχεται να διοικηθεί, επειδή αυτό σημαίνει ότι θα μπει στην ίδια κατηγορία με τους ηλίθιους – και αυτό δεν το ανέχεται. Δεν αποδέχεται τους έξυπνους από το μίσος που λέγαμε. Ψάχνει δαιμονιωδώς τρόπο να αποφύγει τη δουλειά, ψάχνει τρόπο να χειραγωγήσει τους ηλίθιους και ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να διαβάλει τους έξυπνους.

Οι έξυπνοι πάλι έχουν άλλο κακό – είναι μεγαλόψυχοι.
Ο Χριστός ήταν μεγαλόψυχος. Κατέληξε στο σταυρό. «Βοηθάτε αλλήλους».
Σιγά μην το κάνει αυτό ο πονηρός Φαρισαίος.
Σιγά μην το κάνει ο βρωμερός Τελώνης.

Τους μαστίγωσε ο Χριστός αυτούς τους αλιτήριους υποκριτές. 
Κι εκείνοι τον εκδικήθηκαν με το σταυρό.  

Έτσι πάει ο κόσμος από καταβολής του. Δε νομίζω ότι 10.000 χρόνια εξελικτικής και 2.000 χρόνια ταχαμουτζίδικου Χριστιανισμού άλλαξαν και πολύ το πεδίο εφαρμογής των παραπάνω.  

Και τώρα βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Για μια ακόμη φορά στην Ιστορία, για πρώτη φορά στη ζωή των 45άρηδων, όπως εγώ.

Και έχουν τρομάξει όλοι. Πολύ. Και οι ηλίθιοι έχουν μαζοποιηθεί πλήρως.
Και οι μέτριοι και οι απηυδισμένοι απέχουν. Και οι πονηροί κυβερνούν.

Κι οι έξυπνοι κοιμούνται, ελπίζοντας ότι η αποχαύνωση, η χειραγώγηση, η εφηρμοσμένη αγυρτεία, η τρομολαγνεία και η τρομοκρατία, η νόμιμη κρατική βία, ο φασισμός θα περάσουν και θα χαθούν. 
Κάτι σαν τη γρίππη που «θα φύγει μόνη της, θα κάνει τον κύκλο της και θα αφήσει και αντισώματα».

Τρίχες κατσαρές. Τίποτε δε θα περάσει μόνο του. Και δεν είναι ο δρόμος και η εκδήλωση διαμαρτυρίας που θα διώξει το συρφετό. Αυτά είναι κόλπα πεπαλαιωμένα. Μπορεί να έχουν χρησιμότητα, για να ξέρει ο κηφήνας ότι έρχεται η ώρα του, αλλά ο κηφήνας χέστηκε στην τελική, αφού ξέρει ότι οι πονηροί θα φροντίσουν να τον κρατήσουν στη θέση του, άχρηστο και κυνικά αδιάφορο.

Η μόνη χρήσιμη κίνηση είναι η γνώση των ηλιθίων. 
Να ξέρουν τα χειραγωγημένα, τυφλά, κουφά και μουγκά, ζώα ότι υπάρχει και τρόπος άλλος. Τρόπος να περάσουν καλύτερα. 
Τρόπος να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. 
Τρόπος να μην αυτοκτονεί κάθε μέρα κι από ένας, όλο και πιο δίπλα στην πόρτα τους. 
Τρόπος να μην αφήσουν τα κόκαλά τους στις ουρές των συσσιτίων.

Για να γίνει αυτό, δεν αρκεί να προγκάμε τους πονηρούς. Πρέπει να δείξουμε τον ωραίο δρόμο. Πρέπει να ξέρει ο ηλίθιος τι θα γίνει αν 24.000 ζώα έχουν για αφεντικό ένα έξυπνο άνθρωπο. Έναν τύπο που δε θα κοιτάξει την πάρτη του, αλλά τους 24.000 ηλίθιους που τον έβαλαν σε αυτήν τη θέση.
Όπως έβαλαν  - από ηλιθιότητα - και τον πονηρό, και το δοσίλογο, αυτόν που τους πουλάει σήμερα στεγνά, που τους αφήνει να πεθαίνουν σαν τα σκυλιά στα άδεια από φάρμακα, γιατρού και μηχανήματα κουφάρια που κάποτε λέγονταν νοσοκομεία. 
Όπως έβαλαν και την κότα με τα χρυσά αυγά. 
Όπως έβαλαν και την Αννούλα τη μετανοούσα, που τους έκλεισε τα σχολεία και τους παράτησε αγράμματους, να παν να γίνουν γκασταρμπάιτερ στον εχθρό, στη Γερμανία των φασιστών, πιατάδες και ζώα.

Σε αυτόν τον ατελή κόσμο γεννιέσαι με μυαλό, χωρίς μυαλό, με πονηριά, χωρίς πονηριά. Σε αυτόν τον κόσμο οι πονηροί θα εκμεταλλεύονται τους ηλίθιους και οι έξυπνοι, ή θα σφυράνε κλέφτικα, ή θα το παίρνουν απάνω τους, για να σωθεί ο κόσμος.

Κάθε φορά το σκοτάδι θα έρχεται ύπουλα, σιγά σιγά και με άτιμα μέσα θα σβήνει το φως. Κάθε φορά το φως θα τραβάει το διαόλό του, για να ξαναγίνει μέρα  - και να είναι άσπρη για όλους.
Χίλιους πονηρούς να σφάξεις, δέκα χιλιάδες θα βγαίνουν. Δεν είναι αυτός ο τρόπος. Και δεν ήταν ποτέ. Από την πέτρα ως την ατομική βόμβα, ποτέ το σφάξιμο δεν ήταν ο έξυπνος τρόπος.

Πολιτισμοί ολάκεροι χάθηκαν στο διάβα του Χρόνου. Ασσύριοι, Χετταίοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Ρωμαίοι, Μογγόλοι, Ίνκας, Μάγια, ένας σωρός, πεντακόσιοι ντουνιάδες.

Τούτος εδώ ο Πολιτισμός, ο δικός μας, είναι στα πρόθυρα του αφανισμού. Μας λένε Ελληναράδες κάτι κόπροι. Μας λέει ομόσταυλους και συνδαιτημόνες του ο Πάγκαλος, ρε! Μας δουλεύει το παραπαίδι με τα κορόμηλα και η συνωστισμένη, η μεταννοήσασα μπιλντεμπέργκειος, ο γκαλιούρης, ο χοντρός και ο μουστάκιας. Τρώμε ξύλο από τους καράφλες τους κομπλεξικούς. Αυτοκτονούν οι διπλανοί μας από το θαύμα της ανάπτυξης του καρφάκια.

Κ α ι   δ ε ν   έ χ ο υ μ ε    τ ρ ό π ο ; ; ;

Ο μόνος τρόπος είναι η γνώση του ηλίθιου ότι θα περάσει καλύτερα με αφεντικό τον έξυπνο και καλό και όχι με το κάθαρμα, τον πονηρό.


Το έλεγε ο Χριστός, ρε ηλίθιοι. 


                                                                               

                                                                        * του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »