... δεν προσπαθώ να κλέψω τον τίτλο του Παπινιανού. Απλά ο άνθρωπος τον πρόλαβε.
Αλλά πάντοτε με γοήτευε η ιδέα ότι θα γράψω ένα κείμενο που θα τιτλοφορείται έτσι.
Θα ήθελα να γράψω "Εγώ, ο πιλότος".
Πιο πολύ με γοήτευε αυτό.
Αλλά το παιδικό μου όνειρο διαλύθηκε στις 12 Αυγούστου του 1983, και περί ώρα έκτη απογευματινή, όταν πληροφορήθηκα ότι πάσχω από μυωπία.
Έκτοτε έμεινε ο ο νόμος να με γοητεύει. Και η μουσική. Και τα βιβλία. Και οι ωραίες γυναίκες.
Και όλα τα παραπάνω, μυστήρια μείζονα εισίν.
Και όλα τα κατέκτησα, έλεγα στον εαυτό μου.
Μετριόφρων, έως του αναγκαίου, ξέρετε.
Και λίαν προσφάτως έστρεψα τα όμματά μου και προς την κατεύθυνση των αρχέγονων ενστίκτων, το ψάρεμα, την επαφή του θύτη με το θήραμα, σε ευθεία γραμμή.
Το μήνα Οκτώβριο του 2013 έγινα ψαράς.
Ερασιτέχνης, αλλά με προοπτικές.
Και δεν το συνδύασα.
Δεν τα συνδύασα έως χθες.
Αλλά τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας.
Της πραγματικότητας του δικηγόρου.
Ξέρετε, εμείς οι δικηγόροι είμαστε παραγωγοί, όσο και προϊόντα της αστικής τάξης.
Γνωρίζουμε το νόμο που το εκάστοτε δημοκρατικό καθεστώς μας παραδίδει "προς χρήση".
Δηλαδή, άλλοι αποφασίζουν ποιος είναι ο νόμος και άλλοι κρίνουν με βάση το νόμο.
Εμείς κάνουμε τη λάντζα, πηγαίνουμε από τον ένα στον άλλο.
Σχηματικά αν το δει κανείς, φανταστείτε έναν τύπο που τον αγαπάνε πολλοί και τον εκλέγουν με τη ψήφο τους περισσότεροι.
Αυτός γίνεται βουλευτής, όποια δουλειά κι αν έκανε πριν.
Αυτός στη συνέχεια πηγαίνει στη Βουλή και μαζί με άλλους, εξίσου αγαπητούς, σαν και τον ίδιο, αποφασίζουν ότι κατάλαβαν τι ήθελε ο κόσμος που τους έκανε βουλευτές, το λόγο δηλαδή.
Λόγοι υπάρχουν πολλοί, πράγματα που να θέλει ο κόσμος από τους αγαπητούς βουλευτές, οι οποίοι είναι κι οι εκάστοτε περισσότεροι, σημειωτέον, η πλειοψηφία, σαν να λέμε:
Να, ένα που μου ήρθε στο μυαλό τώρα δα!
Ο κόσμος θέλει να δώσει τα λεφτά που του κρατούσαν κάθε μήνα από το μισθό του στις "αγορές". Δεν έχει τρόπο να το κάνει ο ίδιος, οπότε οι αγαπητοί του κι εκπρόσωποί του πάνε και βγάζουν ένα νόμο που να λέει "θα πάρουμε τις οικονομίες που έχουν κρατηθεί για τα γεράματα του κόσμου και θα τις δώσουμε στις αγορές, για να σωθεί η Εθνική Τράπεζα, που έχει κίνδυνο να πτωχεύσει".
Ή, σκέφτεται ο κόσμος:
"Ποιον τρόπο έχω να δώσω εγώ τα λεφτά που χρωστάνε οι φίλοι και συνάνθρωποί μου, οι βιομήχανοι;"
Οι βουλευτές, ως εκπρόσωποι του κόσμου λένε: "Να, θα βγάλουμε ένα νόμο που θα λέει ότι τα λεφτά που χρωστάνε οι βιομήχανοι, θα τα δώσει ο κόσμος".
Κι έτσι γίνεται, πράγματι!
Βλέπετε, εγώ ο δικηγόρος, γνωρίζω ότι δε συμμετέχω στη διαδικασία, όσο κι αν με πειράζει, όσο κι αν συνάδελφοί μου περιστασιακά βρίσκονται στον τόπο γενέσεως των νόμων, όσο κι αν κάποιοι του κλάδου μου τρέπονται σε αποφασίζοντες, όσο κι αν εκπροσωπώ την αστική τάξη.
Επειδή γνωρίζω και το γιατί.
Υπάρχουν, βλέπετε, αυτές οι περιβόητες "αιτιολογικές εκθέσεις", όλα όσα γράφονται, για να εξηγήσουν το σκεπτικό, για το οποίο προτείνεται και θα ψηφιστεί ένας νόμος.
Και κάποτε αυτό ήταν σχετικά αδιάφορο, επειδή οι "σοβαροί" νόμοι ενείχαν πάντοτε και πολιτική βούληση (από δω να πάει, από κει να πάει, αλλά να γίνει αυτό), ενώ οι υπόλοιποι νόμοι είχαν σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους.
Η Δικονομία, για παράδειγμα, ο τρόπος, δηλαδή, που διεξάγονται οι δίκες, ήταν η κλασσική περίπτωση νόμου, ο οποίος στηριζόταν στη βελτίωση της πρακτικής των Δικαστηρίων.
Με απλά λόγια, να βγαίνει ο σοβαρός νόμος, να τον καταλαβαίνουν κουτσά στραβά οι απλοί πολίτες, να υπάρχει μια πιο εσωτερική πληροφόρηση και μια στρατιά δικηγόρων, για να τον καταλαβαίνουν και οι λιγότερο απλοί πολίτες, ώστε οι απλοί πολίτες να αραχνιάζουν στις ουρές και οι λιγότερο απλοί πολίτες να κάνουν δουλειά τους.
Και με εξίσου απλά λόγια, να βγαίνει και ένας "λειτουργικός" νόμος, όπως ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας και να μπορεί όλος ο κόσμος να κάνει τη δουλειά του, αφού προηγουμένως πήγαινε στο δικηγόρο, γιατί μόνος του δε μπορούσε να καταλάβει γρυ.
Παράδοξα αυτά που έγραψα παραπάνω, ε;
Σαν να είπα ότι οι λειτουργικοί νόμοι σκοπό τους έχουν να στηρίζουν τη δουλειά του δικηγόρου, καθιστώντας τον απαραίτητο.
Λέτε να έσφαλα;
Ας το δούμε:
Ποιος πάει μόνος του στο δικαστήριο, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος βγάζει κάρτα παραμονής, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος ανοίγει κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος παίρνει ΕΣΠΑ, χωρίς δικηγόρο;
Η απάντηση είναι απλή:
Όποιος θέλει να χάσει.
Σήμερα όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως τα γνωρίζαμε.
Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι έχουμε απωλέσει ποσοστό Δημοκρατίας, το δικηγόρο (σε πρακτικό επίπεδο) δεν τον ενδιαφέρει και τόσο κάτι τέτοιο.
Να εξηγηθώ: σε πρακτικό, εργασιακό επίπεδο, όχι σε προσωπικό.
Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως ανέφερα, ο δικηγόρος νεροκουβαλητής είναι, όχι η πηγή, όχι ο πότης. Ό,τι του δώσεις να κουβαλήσει, και ξύδι που λέει ο λόγος, αυτό θα κουβαλήσει.
Γιατί όμως να του δώσεις ξύδι;
Γιατί να πιει ο διψασμένος ξύδι;
Ποιος θέλει να ξεδιψάσει με ξύδι που άλλοι έφτιαξαν κι άλλος αποφασίζει για το μέγεθος του ποτηριού;
Ξεδιψάει το ξύδι;
Θυμώνει κανείς με τους ξυδοπαραγωγούς;
Ο δικηγόρος θυμώνει - σε προσωπικό επίπεδο.
Είχε μια παγιωμένη τακτική στο μυαλό του.
Ήξερε ότι θα κουβαλάει - αυτό επέλεξε.
Σήμερα όμως κουβαλάει ξύδι.
Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος πια.
Ούτε ο ίδιος.
Κι αν υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με το ρόλο του δικηγόρου, ας γίνει αυτή η γραπτή απόπειρα καταγραφής των σκέψεων του ενός (τυχαίου), εφαλτήριο για μια γενικότερη (;) προσέγγιση πάνω στο κοινωνιολογικό φαινόμενο αυτού του ανθρωπότυπου, αυτού του είδους, όπως θέλετε πάρ' τε το.
Ρωτήστε κι άλλους, στην τελική, τι να πω.
Αν διαφέρουμε, σφάλλω.
Αν όχι, κάτι γίνεται.
Στην Ελλάδα του '14 υπάρχουν δύο τύποι δικηγόρων, λέω εγώ τώρα: οι τραπεζάδες και οι μη τραπεζάδες. Αν ακούσετε ότι κάποιος είναι τραπεζάς και επαναστάτης, κατά δήλωσή του, εγώ λέω ότι σας δουλεύει.
Αν ισχυριστεί ότι είναι τραπεζάς για τα προς το ζην και ότι η κακούργα η κενωνία τον υποχρέωσε να συνεχίσει να εξοικονομεί τα προς το ζην με το να βγάζει διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς, προγράμματα, αναγγελίες, κατακυρωτικούς πίνακες, να υποστηρίζει ότι το ακίνητο απώλεσε τα τέσσερα πέμπτα της αξίας ενώπιον του Δικαστή, ένεκα η κρίση να 'ουμ', αλλά συνεχίζει να δηλώνει επαναστάτης, τότε σας δουλεύει διπλόφαρδα.
Έτσι λέω εγώ.
Αν αυτός ο άνθρωπος εμμένει να πλασσάρεται στα πηγαδάκια της ολοένα και μειούμενης πολιτικής μαρίδας ως ο ρηξικέλευθος, ο προτείνων, ο αποψάκιας, ο σκεπτόμενος, ο πλάγιος αριστερός μπεκρούλιακας που μιμείται το Μπουκόφσκι στα καλύτερά του, τότε σας δουλεύει ψιλό γαζί, διότι:
Και το νόμο που έφτιαξαν οι ισχυροί γνωρίζει,
Και το λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε αυτός ο νόμος γνωρίζει,
Και ότι ο Δικαστής δε μπορεί να κάνει τίποτε για να αλλάξει το νόμο, παρ' εκτός να τον εφαρμόσει, γνωρίζει.
Κι αυτός, ο νεροκουβαλητής της ιστορίας, ανάγεται σε όπλο της τράπεζας, αφού:
Αν δεν υπογράψει ο δικηγόρος τη διαταγή πληρωμής, αυτή δεν εκδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την επίδοση, η Διαταγή δεν επιδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την εκτέλεση της απόφασης, αυτή δεν εκτελείται.
Τίποτε δε γίνεται, υπό το καθεστώς της ισχύουσας νομοθεσίας, της Δικονομίας μας (είδατε, τελικά, τι χρήσιμο πράμα είναι αυτή η Δικονομία;), αν ο Δικηγόρος αρνηθεί, σύμφωνα με τον όρκο που έδωσε, σύμφωνα με τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα, στο οποίο πρωτίστως υπακούει, να εργαστεί υπέρ των συμφερόντων της τράπεζας, να εκπροσωπήσει την Τράπεζα, να (εξ)υπηρετήσει το τραπεζικό σύστημα.
Και το συνδύασα.
Τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας.
Της πραγματικότητας του δικηγόρου.
Έγινα δικηγόρος για τον ίδιο λόγο που ήθελα να γίνω πιλότος, για τον ίδιο λόγο που με ώθησε στη μουσική και τα βιβλία. Για να βοηθήσω με τον τρόπο μου, καθώς ζω τη δική μου ζωή, στη δική μου σφαίρα, στο δικό μου μικρόκοσμο, χωρίς να χρειάζεται, έστω κι ένα βράδυ, να μη μπορώ να κοιμηθώ από τύψεις ή κρίσεις συνειδήσεως. Για να μη χρειάζεται να βλέπω μάτια οργισμένα, ψυχές συντεθλιμμένες, να μην ακούω για αυτοκτονίες λόγω χρεών προς την Τράπεζα, οι οποίες θα άφηναν το μικρό τους μερίδιο στην (συμ)μετοχή μου- και μια θέση στην κόλαση, το φυσικό χώρο των δικηγόρων κατά τη σχετική ανεκδοτολογία.
Δεν είμαι τραπεζάς, είμαι δικηγόρος.
Δε συμμετέχω στη λεηλασία.
Ξέρω καλύτερα από τόσο.
Ξέρω το νόμο, ξέρω και το λόγο που γράφτηκε έτσι.
Και ξέρω ότι στηρίζω την αστική τάξη.
Τους ίδιους ανθρώπους που ο Χίτλερ έπρεπε να εξανδραποδίσει, εάν ήθελε να ματοκυλίσει τον κόσμο.
Τους ίδιους ανθρώπους που σήμερα χάνουν, συμπιέζονται, σβήνουν κάτω από ακροδεξιά μορφώματα, αντιαστικά, αντιανθρώπινα, τραπεζικά.
Δε θέλω να συμμετέχω σε αυτό, απεναντίας, θέλω να συνεισφέρω στην ήττα του.
Σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο τρόπος.
*του Θάνου Αθανασιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου