Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα think tank. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα think tank. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Κ.Ε.Α.Ο. και αμηχανία *



Γεγονός είναι ότι δεν είναι και πολύ δύσκολο να "πιάσει" κάποιος τον κύριο Υπουργό Εργασίας.

Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλει να κάνει κάτω - κυριολεκτικά - από τη μύτη μας, που όλο και κάποιο θα δούμε, εμείς οι κουτοί παρακατιανοί της ίδιας χώρας όπου άφησε την κοπριά του όξω απ' την Αμφίπολη ο Βουκεφάλας.

Αλλά υπάρχει ένα, το οποίο αποτελεί την ναυαρχίδα του, το επίτομο έργο, με το οποίο θα κοπανάμε τα κεφάλια μας, την ημέρα που ο αξιότιμος αυτός αρωγός της πολιτικής Σόιμπλε, θα μας αφήσει με το καράβι βυθισμένο: 


Παράδοξο δεν είναι το γεγονός ότι - και το Κέντρο - "πέρασε".

Παράδοξο δεν είναι το γεγονός ότι το Κέντρο λειτουργεί - όχι ακριβώς όπως θα ήθελε ο χερρ Βολφγκανγκ - αλλά λειτουργεί.

Και ο κύριος Υπουργός υπόσχεται μετά λόγου γνώσης ότι θα γίνει ακόμη καλύτερο, ακόμη τελειότερο, ότι θα γίνει η Μερσε-ντέεεεε της νοτιότερης επαρχίας της Μεγάλης Γερμανίας.

Πολύ όμορφο - πραγματικά - το σχόλιό του (δείτε το σχετικό βίντεο) στην ερώτηση της κυρίας Βαμβακά
«Το ΚΕΑΟ εισπράττει τα χρήματα καθημερινά μέσα από τα ρυθμίσεις των ληξιπροθέσμων. 
Αυτά τα χρήματα κατευθύνονται απευθείας στα ασφαλιστικά ταμεία. 
Μάλιστα, αυτό γίνεται σήμερα με μια χρονική υστέρηση δικαιολογημένη, υπό την έννοια ότι δεν έχουμε ηλεκτρονικοποιήσει το σύστημα στο βαθμό που θέλαμε. 
Όμως, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η διαδικασία επιστροφής θα γίνεται μέσα από το σύστημα ΔΙΑΣ, δηλαδή αυθημερόν.»

Αλλά δεν παύει - ο κύριος Υπουργός - να είναι φτηνιάρης, να θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του το κατιτίς του, έτσι, για τον κόπο του.

Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που κάνουν, εξάλλου, έναν καλό νεοφιλελέ,  ά ξ ι ο  νεοφιλελέ: Η μπαγαμποντιά, το θράσσος, η κουκούλα, η  α μ η χ α ν ί α.



Αμηχανία όταν τον τσακώνεις με το βάζο ανά χείρας, στην εξώπορτα.

"Τι, εδώ να το 'τρωγα;"

Αμηχανία, όταν καταλαβαίνει ότι κατάλαβες το κόλπο.

"Μα πώς, τα κωλόπαιδα;"

Αμηχανία, όταν θέλει να πλασάρει ένα καλό καγαθό προφίλ - και του το χαλάς.

 "Ωχ ωχ, θα μου την πει ο χερρ."

Αμηχανία, όταν εξοργίζεται, αλλά δεν πρέπει να το δείξει, επειδή έτσι έκανε κι ο προκάτοχος και του κόψανε την καλημέρα, αφού οι νεοφιλελέ αλλάζουν τους μπιστικούς ωσάν τα υποκάμισα.

Και δεν απαντά, αμήχανος ων, ο κύριος Υπουργός, πού κρατιούνται τα λεφτά, πού τοκίζονται τα λεφτά, σε ποιον πάνε οι τόκοι των (κ)λεφτών(ε), όταν δεν είναι μέσα στα Ταμεία, αλλά είναι στα άξια χέρια του Διός.

Αλλά θα απαντήσει.

Θα απαντήσει μια και καλή.

Δεν ξεχνώ. Δεν συγχωρώ. Δεν σιωπώ.

* των Θάνου Αθανασιάδη και Κωνσταντίνου Νάκκα
Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Κουτούτσικο.


Άκουσες ότι κάθε ξένος που θα χρειάζεται άδεια παραμονής στην Ελλάδα, θα μπορεί να ψωνίσει ένα ακίνητο, ένα χτηματάκι, βρε αδερφέ, αξίας 250.000 και θα την αποκτά ατάκα κι επιτόπου.

Και  - μόνο σε σένα - ήρθε η ιδέα: «Και δε σκοτώνω εκείνα τα 30 στρέμματα χέρσο που έχω από τον παππούλη μου σε κείνο το αλλοδαπό τομάρι που γνώρισα σε εκείνο το κωλόμπαρο πέρσι το καλοκαίρι; Εκείνο το ζούδι, πού να βγάλει αλλιώς άδεια παραμονής και υπηκοότητες και διαμονές και βλακείες; Θα του ξηγηθώ όμορφα: Δώσε συ σε μένα, θα του πω, 200 ζεστά, γράψε το συμβόλαιο 250 και πλήρωσε και τους συμβολαιογράφους και τους δικεόρους και το Δημόσιο, να κάμω εγώ τη δουλίτσα μου, να πλερώσω την εφορία και κάτι τράπεζες και κάτι ταξιδάκια που θέλω να τα κάνω, να βγει και η χρονιά κι όλα καλά».

…. Α λ λ ά   το ζούδι θα σου δώσει μόνο 50 – και δε θα παζαρέψει καθόλου την τιμή. «Άμα τα θες, πάρτα», θα σου πει. Και θα είναι κι ευγενικός για αρχή, θα σου πληρώσει και την εφορία. Και θα τα πάρεις - και θα λες και ότι είσαι μάγκας. Μπορεί να ψωνίσεις και καμιά μεταχειρισμένη μερσεντέ, μοντέλο '89, να κάνεις και το κομμάτι σου. Ωραίος.

Τη συνέχεια όμως δεν τηνε ξέρεις, πονηρούλη και γατόνι μου.   Η συνέχεια λοιπόν είναι ότι  τα  π ά ν τ α   θα έχουν αναγραφόμενη αξία 250, όσο κι αν πουλιούνται. Γιατί οι τιμές θα σπάσουν, κανόνας της αγοράς. Θα θέλει κι ο γείτονας να πουλήσει; Το συμβόλαιο με το αλλοδαπό φραγκάτο ζούδι θα γράφει πάντα 250, στο χέρι θα παίζει 45, 40, 35, 30, και πάει λέγοντας. Ένα στρέμμα; 250 γραμμένα. Δέκα στρέμματα; 250 γραμμένα. Στο χέρι όμως θα φτάσει και το δεκάρικο, όσο δυο φάσκελα. Κι η Εφορία τα λεφτά της στο ακέραιο. Ανάπτυξη, όμορφα.

Κι είναι και κάτι τύποι, δικά μας παιδιά, καλά παιδιά κι εθνικόφρονες και συνετοί, που θα σου κάνουν την πρόταση, π ρ ι ν  πας εσύ στους ξένους  επενδυτάς. Θα σου πουν: «πού να ψάχνεις, τι να ψάχνεις, πώς να ψάχνεις, αγράμματε και άσχετε περί τα ξένας γλώσσας; Μην έχεις 30 στρέμματα; Ένα στρέμμα έχεις. Φέρε εδώ το στρεμματάκι 5 χιλιάρικα, θα μαζέψω εγώ δυο - τρία  κι από τους γειτόνους και θα κάνουμε ντίλια όλοι μαζί». Σαν κι εσένα, μωρό, την έχουν πατήσει πολλοί, π ρ ι ν  από σένα μάλιστα. Οπότε μη χαλαστείς, λέω εγώ τώρα, άμα στην κάτσει ο μεσάζων ημεδαπός προεπενδυτής.

Άκου και το ωραίο: Είμαι εγώ τώρα, λέει, γερμανός που έχω ψωνίσει στην ψωροκώσταινα εδώ και δέκα χρόνια. Κανείς δε μ' αγαπάει, όλοι λένε ότι βρωμάνε τα πόδια μου; Πόσο με χαλάει να πουλήσω σκοτωμένο το τεσσάρι στον Βούλγαρο, στον Λεττονό, στον Πολωνό ντήλερ παπαρουνόσπορου; Πόσο θέλει το ελληνικό δημόσιο να γράφει το συμβόλαιο; 250; Τόσο θα λέει, πάνω απ΄ όλα η ανάπτυξις. 

Και θα αποκτήσεις γειτόνους - καμάρια, τα καλύτερα παιδιά. Και δε θα 'ναι αυτά τα καμάρια από κείνα που τρώνε ξύλο και δουλεύουν στα χωράφια. Όχι, αυτά θα είναι ευηπόληπτοι έμποροι παπαρουνόσπορου. Ίσως να βοηθήσει κι ένας καλός κύριος, Άδωνι τον λένε στο παρατσούκλι λόγω ομορφιάς, να έρθει και κανάς Ιμπραήμ, κανάς Οσμάν, επίσης ευπόληπτος στην πατρίδα του  - και τα λεφτά του καθαρά, διπλοπλυμένα.

Μετά θα γεράσεις και θα ψοφήσεις, αλλά θα έχεις αφήσει παιδιά πίσω.  Το τι σιχτίρι έχεις να φας πάνω απ’ τον τάφο, καημένε μου, που δε θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν δική τους γη μέσα στη χώρα τους τα παιδάκια σου, δε λέγεται. Αμ η χήρα; (μην περιμένεις να σε αφήσει πίσω, τέλος, στις γυναίκες πάνε τα μαύρα). Αυτή θα έρχεται και θα βάζει φυσικό αέριο δικής της παραγωγής στο καντήλι.
          
Αποτέλεσμα; Παλιό και δοκιμασμένο τρεις φορές, σαν συνταγή του ανεμογκαστρονόμου. Θυμάσαι, βρε, το γερο-Λαδά, θυμάσαι το Συμβολαιογράφο του Ραγκαβή; Κατάλαβες τι παίχτηκε στην Κύπρο;

Ρε συ, θα σου πω και κάτι τελευταίο, αλλά μη γελάσεις. Είναι κάτι παλαβοί που αυτά τα λένε εσχάτη προδοσία, λένε ότι αυτά τα εκπορ(ν)εύει ένα ανθελληνικό, αφελληνιστικό think tank, ότι παντού μέσα παίζει μια Άννα. "Η μοιραία", έτσι τη λένε - και συχνάζει και σε λέσχες με γέρους φραγκάτους .

Τι σου λέω κι εγώ τώρα, ε;  Την πενηνταρού να τσεπώσεις εσύ και γαία πυρί μειχθήτω.

Κι έτσι θα γίνει. Κουτούτσικο.  
Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Ξέχασες.

Μα δεν πέρασε τόσος καιρός.
Δεν το δικαιολογεί η απόσταση.
Δεν προέκυψε από τη συγκυρία.
Επέλεξες, μα επέλεξες λάθος.
Έκανες πίσω. Φοβήθηκες.

Προτίμησες να σκύψεις το κεφάλι.
Να πεις: «θα περάσει».
Μα δεν πέρασε.
Συσπειρώθηκε, αναδιπλώθηκε, επιτέθηκε πάλι.
Ξανά και ξανά νικήθηκες.
Δείλιασες να υψώσεις ανάστημα.

Τώρα λες ότι θυμήθηκες.
Μα αναλώνεσαι στα μικρά.
Χάνεις το στόχο.
Δεν έχεις στόχο ακόμη.
Παλινδρομείς.
Εξανίστασαι σιωπηλά. Γίνεται, αλήθεια;

Κοίτα γύρω σου, παντού θύματα.
Μα είσαι ζωντανός, δεν ανήκεις σε αυτά.
Επέζησες, ίσως από Τύχη.
Δε θα την ευχαριστήσεις;
Είσαι ακόμη εδώ, σκέψου κάτι.
Θυμήσου.

Δεν ήσουν πάντοτε έτσι.
Δε σε περιγελούσαν για δειλό.
Αξίζεις, ακόμη και τώρα, σεβασμό.
Επέζησες, αλλά κάτι πρέπει να αποδείξεις.
Πρέπει να σεβαστείς τη ζωή.
Πρέπει να διαβείς το κατώφλι του σκότους.

Να επιστρέψεις.
Πρέπει να θυμηθείς.
Ο Πλάτωνας σε περιμένει.
Η ψυχή σου λαχταρά να ζήσει χωρίς φόβο.
Διώξε το βάρος, αλλά κάντο τώρα.
Ξέχασες, αλλά θυμήσου:

Έχεις μόνο μια ζωή.
Αξίωσέ τη.
Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Το φλύντρο.

Κατά την τετραετία ’78-’82 έζησα στη Θήβα. Παράξενη εποχή. Ήμουν ξένος, μικρός, έτοιμος για την εφηβεία  - και είχα αφήσει πίσω μου τα τελευταία ευτυχισμένα μου χρόνια. Αυτό δεν το ήξερα τότε, αλλά σήμερα σκέπτομαι ότι η ευτυχία είναι παραγνωρισμένη και υπερεκτιμημένη ποιότητα ζωής, το εξηγεί καλύτερα ο κυρ – Αντώνης, οπότε ας όψεται.
Ξένες λέξεις! Είχα ξένες λέξεις στον ξένο τόπο. Παρ’ όλο που τα αρβανίτικα τα μιλούσαν πολύ στην Ηγουμενίτσα, αυτά τα λόγια δεν τα είχα ξανακούσει. Κι ας ήταν ελληνικά. Το «ούι!!» των παιδικών χρόνων, του θαυμασμού, της επιδοκιμασίας, της απορίας, έπρεπε να το αντικαταστήσω με πιο αρνητικές λέξεις και εκφράσεις. Θυμάμαι πολύ έντονα το «χαλασμένος». Χαλασμένος ο ένας, χαλασμένος ο άλλος, πολλά σήμαινε αυτή η λέξη, όλα αρνητικά. Η αντίθεση με τη θετική ενέργεια του «ούι!!», πλήρης.
Η λέξη χαλασμένος υπάρχει στο λεξικό. Κι άλλες από εκείνες που έμαθα τότε, που τώρα μου διαφεύγουν, υπήρχαν επίσης στο λεξικό. Υπήρχε όμως μία που ούτε στο λεξικό υπήρχε, ούτε ήξερε κανείς γιατί τη λέγαμε. Ήταν, σα να λέμε, μια λέξη παντοίας χρήσης. Το φλύντρο. Με γιώτα ή με ύψιλον, δεν ξέρω να πω, αλλά εμένα μου άρεσε και μου αρέσει με ύψιλον. Μου φέρνει σε φύτρο, γόνιμο πράμα, ίσως γι’ αυτό.
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, χρησιμοποίησα τη λέξη αυτή με διάφορους τρόπους. Για τον ηλίθιο, για τον «καλό μαθητή της δασκάλας», για το τσιράκι, για τον κουτοπόνηρο, για εκείνον που θα έκανε αυτό που ήθελε με κάθε τρόπο.
Το Σάκη έλεγα φλύντρο, το θυμάμαι καθαρά. Θέλαμε κι οι δυο τη Μαρία, αλλά εκείνος με κλώτσαγε από πίσω, όταν τον ντρίμπλαρα στη μπάλα, για να μην πέσει στα μάτια της και τη χάσει. Έπεφτα εγώ, μάτωνα στα γόνατα, πόναγαν τα καλάμια, αλλά του έσπαγα τα μούτρα και τον έλεγα φλύντρο.
Πέρασε ο καιρός. Έφυγα από τη Θήβα. Άφησα πίσω αναμνήσεις, εικόνες, το φίλο μου το Νίκο.
Στην Αθήνα που πήγα, η λέξη «χαλασμένος» σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Το «ούι!!» το είχα ξεπεράσει. Δεν ήμουν πλέον ευτυχισμένος. Έμενε το φλύντρο. Αλλά αυτό δεν το καταλάβαινε κανείς. Κι εγώ σταμάτησα να το λέω φωναχτά. Μόνο από μέσα μου το έλεγα, στα μεγάλα νεύρα, στις μεγάλες απογοητεύσεις.
Είχαν πλέον περάσει περί τα δέκα χρόνια από τη στιγμή που είχα πρωτακούσει τη λέξη. Εκεί, γύρω στο στρατό, επανεμφανίστηκαν οι μνήμες. Οι Χαλκιδείς συστρατιώτες μου ήξεραν το «χαλασμένος», αλλά όχι το «φλύντρο». Κι εγώ έμεινα με τη μοναχική γνώση.
Αποφάσισα να σταματήσω να κρύβομαι στα Ίμια. Ήμουν στην Κομοτηνή τότε, πολλά νεύρα, μου έβγαινε αυθόρμητα. Κανείς δε με ρωτούσε τι έλεγα, τι σήμαινε αυτό που έλεγα. Ήξεραν όλοι ότι έβριζα και είκαζαν από τον τόνο το εκάστοτε νόημα. Και με φοβόντουσαν, όταν με άκουγαν να το λέω, ειλικρινά.
Σήμερα μονολόγησα τη λέξη εκ νέου. Θα είχαν περάσει και δέκα χρόνια από την τελευταία φορά. Το θεώρησα σημαδιακό. Κι έφτιαξα μια λίστα στο μυαλό μου με κάθε τι, καθέναν και καθεμιά που θέλω να αποκαλέσω έτσι. Η λίστα είναι δική μου και δεν τη μοιράζομαι. Θέλω όμως να μοιραστώ μαζί σας τη λέξη.
Πείτε κάποιον «φλύντρο» και δώστε εσείς στη λέξη την αρνητική χροιά της επιλογής σας. Ξεστομίστε την με περιφρόνηση, με αποτροπιασμό, με βδελυγμία, με αποφορά, με αποστασιοποίηση.
Κάντε τη λέξη όπλο κατά εκείνου, ο οποίος θα σας κοιτά σα φλύντρο και θα απορεί, μην ξέροντας τι του λέτε, πώς τον αποκαλείτε, τι του προσάπτετε. Κι όταν κάνετε κέφι, νομίζω ότι μπορείτε να κάνετε και συνδυασμό: «Ούι!! Ένα φλύντρο». Εύθυμη ειρωνεία, κάτι τέτοιο, σαρκασμός, ξέρω ‘γω;
Σας διαβεβαιώ, η λέξη είναι υπαρκτή. Τα λεξικά όμως δεν την έχουν καταχωρισμένη στην υποομάδα με τις βωμολοχίες. Άρα δε χρήζει και ποινικού κολασμού, αν και μένω με την εντύπωση ότι κάποιοι, πιο έγκριτοι από εμένα, νομομαθείς συνάδελφοί μου θα διαφωνήσουν με την αξιωματική μου αυτή θέση.
            Κι αν έχω λάθος, πρώτο φλύντρο θα είμαι εγώ.
Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Το όλον και το μέρος - New Year's Resolutions Reloaded pts. I, II & III





Καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα σας,

Η σειρά των κειμένων που ακολουθεί, ολοκληρώνει το έργο, στο οποίο  αποφάσισα να προβώ, προκειμένου να δώσω κάποιες απαντήσεις σε μένα και σε σένα, αλλά και σε εκείνον που με διαβάζει, αλλά ντρέπεται να το πει.

Το τρίτο κείμενο γράφτηκε στις 3 Απριλίου 2103, το δεύτερο στις 28 Δεκεμβρίου του 2012 και το πρώτο επίσης. (Σπαστικούλη, γιατί τα γράφεις ανάποδα; Τέλος εσωτερικής διαβούλευσης).

Δεν άλλαξα τίποτε. Το κακό της αποσπασματικής γραφής συμβαίνει κάποιες φορές να είναι και το προτέρημά της: ο χρόνος κρίνει τι ήταν σπουδαίο, τι διαχρονικό, τι τελικά συνέβη. Η Ιστορία θα απαλείψει, όχι οι άνθρωποι.
Κι όπως λέει κι ο μακαρίτης, ο σπουδαίος μουσικός, Rowland S. Howard: the Story goes...

New Year’s Resolutions Reloaded.

Πάει κοντά έτος, από τη στιγμή που αποφάσισα δημοκρατικά (με ψήφους δυο έναντι καμιάς στην κόντρα με τον εαυτό μου περί τη χάραξη νέας ατομικής πορείας) να ασχοληθώ ενεργά με τα πολιτικά πράγματα σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Όχι, δε μου έλειπε η άποψη, ούτε οι θεόσταλτες ιδέες σχετικά με το τι ή ποιος μπορεί να σώσει αυτόν τον τόπο. Για την ακρίβεια είχα ήδη προαποφασίσει ότι ο τόπος αυτός δε σώζεται με καμία δύναμη
Δεν ήταν και καμία σοφία αυτό: Ήδη από εικοσαετίας είχε καταρρεύσει το αντίπαλον δέος της κόκκινης αρκούδας. Ήταν νομοτελειακό να καταρρεύσει και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, έλεγα. 
Φαίνονταν μάλιστα να συμφωνούν μαζί μου πολλοί, τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα σημάδια των τότε καιρών: Βασικά, όντως δεν υπήρχε αντίπαλος: Οι δήθεν αριστεροί της πλάκας (νυν ώριμη ΔΗ.Μ.ΑΡ.), με τις βολεψιάρικες «περί ήπιας αντίδρασης» απόψεις τους, οι οποίες σήμερα τους έχουν καταστήσει το μεγάλο πρόβλημα, ωσεί γενίτσαρους των δεξιών. Η εξαφανισμένη ακροδεξιά του Καρατζα-φέρτα-όλα-να-λιγδώσει-το-εντεράκι, η οποία παρέπαιε στο άτοπο της βασιλο-χουντικής συνύπαρξης (και βασιλιά και στρατά με τάνκς και εθνικοφροσύνες και κόκκινη μηλιά και εθνική παλιγγενεσία και τα πάντα όλα – μόνο που το βασιλιά τον είχε διώξει η χούντα και Κύπρος δεν είχε μείνει, παρά ένα κομματάκι). Το Κ.Κ.Ε. της Αλτσχάιμερ, το οποίο δεν είχε παρευρεθεί στην πτώση του Τείχους, «οπότε δεν είχε συμβεί τέτοιο πράγμα». Ο Συνασπισμός της θεωρίας και της διανόησης, «κουβέντα να γίνεται», «να το συζητήσουμε» «να διασκεφθώ μονάχος, να βγουν δυο απόψεις, να το πω και του ίσκιου μου, να δω τι λέει κι εκείνος», το κουλέρ λοκάλ ανέκδοτο, τέλος πάντων.
Και υπήρχε και η Εξουσία: εναλλασσόμενη, πάντοτε ίδια, ΠΑ.ΣΟ.Κ., Νέα Δημοκρατία, η Εξουσία. «Μη μιλάς κατά του ΠΑ.ΣΟ.Κ., είσαι οπισθοδρομικός!!!» Μην καταφέρεσαι κατά της Νέας Δημοκρατίας, θα βρεις δουλειά του Αγίου (αυτουνού, του τέτοιου μωρέ, έλα, τέλος πάντων).
Αυτή η Εξουσία είχε όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν τέτοια: είχε ΜΑΤ και ΜΕΑ (για μια Ελλάδα νέα), είχε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε τους Τούρκους στο πλευρό μας, με νέα και μεγαλεπήβολα εξοπλιστικά προγράμματα σε επίπεδο καραβάνας και κατεψυγμένου Αργεντινής, όποτε είπε να κουνηθεί κανείς, είχε το χρυσό όνειρο της Γιάννας Αγγελοπούλου, του Μπάμπη του Βωβού, του Πέτρου του Κωστόπουλου, του Κόκκαλη, του Βαρδινογιάννη, της Πανάθας και του Γαύρου, είχε Μερσεντέ και Ζήμενς, είχε Οζάλ, Οτσαλάν, Κλίντον, 17 Νοέμβρη, είχε γκόμενες στο πιάτο, είχε κλάμπινγκ, μεγάλες πίστες, είχε καφρίλα στην παραλιακή, κάγκουρες, πλατινέ ξανθιές κότες, Ars Gratia Artis, τα είχε όλα. Κι αυτά, και όσα ξεχνάω, σχωρνάτε με.

Και κανείς δεν έλεγε τίποτε. Και κανείς δε μιλούσε, επειδή δεν υπήρχε ένας που να μη γούσταρε. Ανεξάρτητα από ιδεολογίες, όλοι γούσταραν την ευζωία, την άνεση, τη μέρα με αύριο και μεθαύριο και παραμεθαύριο, χωρίς ζόρια, χωρίς πολλά πολλά.

Και μετά μάθαμε έτσι. Έτσι δεν είναι;

Ναι, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν έπεφτε. Ανδρωνόταν. Αναπτύσσετο, εξελισσόταν.

Εμένα (και του ίσκιου μου) καθόλου δε μας άρεσε αυτό. Βλέπετε, ουδέποτε υπήρξα υπέρ της εξουσίας αυτού του τύπου. Της εξουσίας, η οποία βολεύει τους γκρινιάρηδες και τους κάνει γενίτσαρους.

Αρκούσε, να το πούμε έτσι, η εξής πατέντα: Γκρίνιαζες στον ΠΑΣΟΚο, έγλυφες το ΝεοΔημοκράτη, ή vice versa. Το αποτέλεσμα πανομοιότυπο: θεσούλα στο Δημόσιο. Αν δεν έπιανε κι αυτό, γινόσουν κομμουνιστής και συνδικαλιστής και αγωνιστής, για τα δίκαια του Λαού. Κάτι έξτρα στα οδοιπορικά, κάτι τζάμπα τσιμπούσια, κάτι υπερωρίες, κάτι κανά μπαξίσι, «να ηρεμήσει ο όχλος», και  - να σου πω κάτι; - πιο μάγκας ήσουν – και επανάσταση, να ‘ουμ’.

Τέλεια όλα αυτά. Γιατί δεν έπεφτε ο νεοφιλελευθερισμός; Δεν καταλάβαινε κανείς τι συνέβαινε και έσκαγαν τα περιστασιακά κανόνια στην αγορά; Δεν προβληματιζόταν κανείς, όταν η Διαμαντοπούλου – μέλος ισχυρό της πανίσχυρης Λέσχης, έμπαινε στα μέσα και στα έξω της παιδείας και εξανδραπόδιζε το σύνολο των δομών; Δεν κόλλαγε κανείς τρυφηλός να πει «ως εδώ», όταν έσκαγαν το ένα μετά τ’ άλλο τα φουρνέλα της Στάζι, της Ζήμενς, του Ο.Τ.Ε., της Δ.Ε.Η.; Μπαμ ο καθένας;; Τσουκάτος, Πάγκαλος, Άκης, Χριστοφοράκος, Λοβέρδος, Βενιζέλος, Παπακωνσταντίνου; Δεν προβληματίστηκε κανείς πού θα πάει το πράμα, όταν όλοι αυτοί είχαν σταματήσει εμφανώς να κρύβονται και είχαν πια αρχίσει να λένε ξεδιάντροπα ότι είναι νεοφιλελεύθεροι; Τόσο τυφλοί κατέστησαν όλοι, που άφηναν τους αρχιμπάτσους να αλωνίζουν με λίστες του Βουλγαράκη ... προς όφελος ΠΑ.ΣΟ.Κ.ων; Έγιναν καλές οι λίστες των διπλοεγγεγραμμένων ψηφοφόρων, επειδή . . . τις έσιαξε ο . . . Παυλόπουλος ; ; ;

Πού πήγαινε όλο αυτό; Και δηλαδή πού να πήγαινε; Υπήρξε, λέτε, ένα λαμόγιο από αυτά που μας/σας/τους κυβερνούν σήμερα  - τώρα που συσπειρώθηκαν, σαν τις ύαινες – που να μην ήξερε;;;

Αλήθεια τώρα, μεταξύ μας…. Λέτε να υπήρξε έστω κι ένας;

Ποιον, λοιπόν, να δικαιολογήσουμε; Κάποιον, έναν. Να βγει κάποιος πολίτης και να μου φτύσει το όνομα στα μούτρα: να μου πει «ξέρεις, κάτι, ρε φίλε; ο τάδε ΔΕΝ ήξερε, τέλος».

Αμφισβητώ ειλικρινά τη δυνατότητα οποιουδήποτε να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα, χωρίς να είναι διανοητικά ελλιποβαρής ή λαμόγιο.

To be continued (κάτι μέρες μείνανε)


New Year’s Resolutions Reloaded (pt.II)

Πού είχαμε μείνει; Α!, ναι, στο ότι αυτός ο τόπος δε σώζεται με τίποτε. Ωραία ιδέα και άποψη, αισιόδοξη, εύχαρις και με προοπτικές, ένα πράμα. Το μόνο της μειονέκτημα ήταν – και παραμένει – το άτοπό της: Δεν ωφελεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι τίποτε δε διορθώνεται και ταυτόχρονα να προσπαθεί μέσα από την άρθρωση νέου πολιτικού λόγου να διορθώσει τα κακώς κείμενα: καταντάει σχιζοφρένεια!

Στα πηγαδάκια των θαμώνων της Ομόνοιας της δεκαετίας του ’60 (το συλλογικό ασυνείδητο λέει ότι) ανδρώθηκαν οι σπουδαιότεροι Έλληνες πολιτικοί, ότι εκεί γεννήθηκαν ιδέες επιχειρηματικού δαιμονίου και ότι, αν ήθελες να μάθεις κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο ατομικά, όφειλες στον εαυτό σου να αποκρυπτογραφήσεις τους κώδικες των συναθροιζομένων, να τους εκμαιεύσεις τα μυστικά και να γίνεις σπουδαίος – αυτό αρκούσε.

Κανείς δε μπήκε προφανώς στον κόπο να αναρωτηθεί για ποιον, τέλος πάντων, λόγο όλοι εκείνοι οι σπουδαίοι θεωρητικοί και συναγελαζόμενοι αλλήλοις δεν έγιναν οι ίδιοι σπουδαίοι και μεγάλοι και τρανοί.

Ήταν μάλλον απλή η απάντηση: ήταν ευκολότερο να μιλάς, παρά να πράττεις. Αργόσχολοι, ξεπερασμένοι, ωχαδερφιστές, ταλαίπωροι γραφικοί: αυτοί συναγελάζονταν στην Ομόνοια του ’60 και του ’70. Οι σημερινοί γεροξεκούτηδες που περιμένουν τη σύνταξη μειωμένη κατά 50 με 60% και είναι πολύ ευχαριστημένοι που το αστέρι της Ευρωπαϊκής πολιτικής τους άφησε και 200 ευρώπουλα να ζήσουν, είναι εφάμιλλοι των τότε ομονοιάκηδων. (Πολύ άνετος είμαι με τους γέρους, ε; Ναι, ο μάγκας! Βλέπετε, ο πατέρας μου χάθηκε στα 55 του, δε χρειάζεται να τιμώ τα γηρατειά, δεν έχω τις αυταπάτες ότι ο νέος μαλάκας, όταν γεράσει, γίνεται σοφός. Γερομαλάκας γίνεται).

Τέλεια, η απάντηση βρέθηκε! Θα σκοτώσουμε όλους τους γέρους, θα μείνουμε κανά δυο εκατομμύρια (άλλοι νέοι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα της υπογεννητικότητας και της σήψης του ’12), θα κάνουμε επανάσταση μόνοι μας, ας βγούμε και δεύτεροι, πάλι νικητές θα είμαστε και μετά θα … καθόοομαστε!!

Μπα, ούτε κι αυτό πρέπει να είναι η λύση… Ας την κρατήσουμε στην καβάτζα όμως, πού ξέρεις; Μπορεί να χρειαστεί, αν δε βρεθεί κάτι άλλο.

Θα ζητήσουμε και από το Βαγγέλη μια συνταγματική τοποθέτηση και εφαρμογή μιας διάταξης (καθόλου φωτογραφικής, στηλιτεύω τέτοιες ποταπές μεθόδους!!), του στυλ « στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερη παράγραφος: Εάν το θύμα της ανθρωποκτονίας συναίνεσε με την ψήφο του στην άνοδο στην εξουσία του πολιτικού ανδρός, ο οποίος και φόνευσε το θύμα, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης και αποδίδεται το Μετάλλιον της Λεγεώνος του Ελντοράντο στον ως άνω πολιτικόν». Νομίζω ότι η παρούσα Βουλή των Ελλήνων δε θα έμενε αδιάφορη σε μια τέτοια πρόταση. Τέλος πάντων, ίδωμεν.

Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά. Ας δούμε τις διεξόδους μας. Αν στρεφόμαστε στον ορθό δρόμο του νεοφιλελευθερισμού; Όχι και πολύ άσχημη ιδέα! Στην τελική, γιατί να πληρώνω εγώ το Κράτος και τους δημοσίους υπαλλήλους;   Ε;  Εγώ επέλεξα να ασκήσω ελεύθερο επάγγελμα, όχι να με ταΐζει ο άλλος. Επέλεξα να μη γλύψω, να μην παρακαλέσω για μια θεσούλα, να είμαι αυτόνομος! Και μέσα από την ορθή δεξιά πρακτική να γίνω εγώ ο πιο σπουδαίος, ο πιο πλούσιος, ο πιο μάγκας!!!

Μμμμμμ, δεν ξέρω… νομίζω ότι λίγο δύσκολα θα ζήσουν τα παιδιά μου ανάμεσα σε φτωχούς κουρελήδες με μίσος στα μάτια. Νομίζω ότι δεν έγλυψαν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο οι άχρηστοι και οι υπάνθρωποι, αλλά…. τέτοιοι υπάρχουν παντού. Νομίζω ότι στο νεοφιλελευθερισμό η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι οι καλύτεροι αυτοί που αναρριχώνται, αλλά τα πλέον κτήνη. Ότι αυτό είναι το πολιτικό σύστημα με τις περισσότερες ομοιότητες προς τη φρίκη της ωμής δύναμης, της χωσίας, της σκληρότητας επιπέδου ζωικού βασιλείου. «Φάε, για να μη σε φάνε, σκότωσε, πάτα επί πτωμάτων, ανέβα και λιώσε τα κεφάλια που σηκώνονται να δουν ήλιο», τέτοια.

Νομίζω επίσης ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει υιοθετήσει μια φοβερή πατέντα, ώστε να βρίσκεται πάντοτε στην από πάνω: Ισχυρίζεται ότι επιθυμεί την κατά το δυνατόν ελάχιστη συμμετοχή του Κράτους στην ατομική και εν συνόλω κοινωνική οικονομική δραστηριότητα, πλην όμως . . . το πανίσχυρο Κράτος του νεοφιλελευθερισμού υιοθετεί τις μυστικές υπηρεσίες, τις μονάδες κρατικής καταστολής, τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, την παρακολούθηση, το espionage, τον agent provocateur, το στρατό, τα δημόσια αγαθά, τα πάντα όλα, χάριν της ατομικής ευμάρειας. Σαν όλη η ζωή να είναι ένας αγώνας ποιος θα είναι ο πιο αλώβητος,  ό,τι κι αν πράξει, υπεράνω όλων των άχρηστων κουρελήδων, οι οποίοι εργάζονται για αυτόν, παράγουν για αυτόν, υποτάσσονται σε αυτόν. Στην άγρια φύση που σκεφτόμουν πριν ως αναλογικό παράδειγμα, αυτό – νομίζω – δε συμβαίνει. Στην αγέλη των λεόντων, όλα τα λιοντάρια είναι καλοταϊσμένα. Μπορεί το μπον φιλέ της ζέβρας να χλαπακιάζεται αυθωρεί και παραχρήμα από το μεγάλο αρσενικό, αλλά δεν υπάρχει ένα ζωντανό, το οποίο να μη φάει τίποτε.

Πού ποντάρει λοιπόν το υπαρκτό – ανύπαρκτο Κράτος της Δεξιάς, ώστε να διατηρείται τόσο καλά στη φθορά του Πανδαμάτορος, σχεδόν τόσο, όσο κι η κυρία Μαριάννα;;;

Μα . . . στον λαουτζίκο! Στον κακομοίρη, ο οποίος σχεδόν γουστάρει  - άφατος μαζοχιστής – την  Υ π η ρ ε σ ί α, το βύσμα, τη λαμογιά, το γλύψιμο, το θάμας του αναρριχηθέντος, την ενδόμυχη ελπίδα ότι  - μια μέρα – ο ντουνιάς ο σκάρτος κι ο παράλογος θα του φερθεί εντάξει και  . . . θα σκοτώσει και θα μείνει κι εκείνος ατιμώρητος, θα κλέψει και θα του τη χαρίσουν, θα βγάλει τα φράγκα που του πρέπουν, για να πάει στα μπουζούκια και να χτυπήσει την πιο καυτή γκόμενα του λεκανοπεδίου, κι ας πάει να κουρευτεί η πλέμπα.
Και αυτός ο λαουτζίκος αναζητά να χωθεί στο  Δ η μ ό σ ι ο, στη θεσάρα, όπου κάαααθεσαι και δε χρειάζεται να είσαι ευγενής, δε χρειάζεται να παράγεις, δε χρειάζεται να υπηρετείς τον (συμ)πολίτη σου, γιατί ΕΙΣΑΙ ΒΥΣΜΑ του βο(υ)λευτή!!!

Άρα, για να τα λέμε σωστά, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει Κράτος Δικαίου εντός του νεοφιλελεύθερου προτύπου, αφού   α υ τ ό  είναι που χρειάζεται ανεγκέφαλα μαντρόσκυλα, γνώστες μόνον της αγνοίας τους. Αυτοί είναι που ξέρουν ότι, χωρίς ένα αφεντικό να τους προστατεύσει, όσο του κάνουν τα θελήματα, οι υπόλοιποι και θα τους καταλάβουν και θα τους . . . στείλουν για δουλειά! «Απαράδεκτο, αγαπητέ μου, το απεύχομαι, ούτω θα καταστραφώμεν ως Έθνος», θα πει ο γερομαλάκας που παίρνει τρεις συντάξεις, μία ως εκ των υπηρεσιών του προς το Έθνος – ταγματασφαλίτης -, μία ως εκ του υπαλληλικού του δεσμού – προϊστάμενος στο Τμήμα Έρευνας και προώθησης στην αγορά του Καλαβρέζικου Όρχι στο Τατζικιστάν (είναι πολύ σημαντικό το έργο του εν λόγω νπδδ, μην το περιγελάτε, βρε άσχετοι!!) και μία . . . από την Εθνική Αντίσταση (υπήρχε, μας τη δώσανε, την πήραμε, τι θέτε τώρα!)

Άκρη δε βγάζω, βρε παιδί μου…. Τι απόφαση να πάρω;
Πώς να σώσω τη Χώρα;

Ες αύριον τα σπουδαία (μάλλον).

Τέλος βου μέρους
(βλέπω να ‘χει και γου)


New Year’s Resolutions Reloaded
(pt.III – Praeterea censeo Carthago delenda est.)

Κάπως έτσι φτάσαμε και στο ζουμί: Καλή και η Ιστορία, αλλά τι να την κάνεις, άμα δεν έχεις να φας; Primum vivere, deinde philosophare, πρώτα να ζεις, έπειτα να φιλοσοφείς,  σωστά;
            Για να ξαναπάρουμε τα δεδομένα:
Α) Αυτό που ζούμε,  δ ε ν  είναι καπιταλισμός.

Βου) Αυτό που ζούμε  δ ε ν πρόκειται να τελειώσει από μόνο του.

Γου και φαρμακερό)  Δ ε ν υπάρχουν τα όπλα, να τα πάρουμε και να βγούμε στο καραούλι, δ ε ν  ζει ανάμεσά μας ο Ηρακλής να ξεβρωμίσει του Αυγεία το μαγαζί,  δ ε ν  βλέπω να αποφασίζει ο σωτήρας να το πάρει πάνω του.

Άντε, να τα πάρουμε.

Επί του α.
Κι αν δεν είναι καπιταλισμός, τι είναι;
 Λοιπόν, λέγεται υβρίδιο. Συμπεριλαμβάνει τα κακά χαρακτηριστικά του γερολαδά εμπόρου (αγοράζω φτηνά, πάμφθηνα - πουλάω με κέρδος 2000% και γκρινιάζω κιόλας), του σταλινικοφασίστα γερμανοκομμουνιστή (εγώ θα πω τι θα γίνει – κι άμα κουνηθείς στην άναψα – βλέπε Δένδιας) και του σοσιαλιστή (θα σου λέω «θα» κι εσύ θα ελπίζεις ΦωτοΜπένυ, όπως φωτοφίνις).

Επί του βου.
Όσο υπάρχει ελπίδα (το «θα» του σοσιαλιστή), την έχουμε βαμμένη – κανονικά. Ο φασίστας θα εξαϋλωθεί, δώδεκα δευτερόλεπτα, αφ’ ότου η Χώρα ανακάμψει. Οι άνθρωποι έχουν ταλέντο και εμπειρία στο να αλλάζουν κάδρα από τον τοίχο της σαλοτραπεζαρίας – Κοκός, Κωνσταντίνος, Γεώργιος, Στυλιανός, Δημήτρης, και μετά Αντρέας, Κωνσταντίνος, Κωστάκης, Ελιάς, γκαπ, Αντωνάκης και ούτω καθ’ εξής. Στο τέλος και Αλέκα θα έβαζε.

Κάθε μέρα που περνάει όμως, ο ήλιος έρχεται όλο και πιο κάθετα προς την επιφάνεια της Πατρίδος. Και όλοι λέμε, «πέρασε ο ρημάδης ο χειμώνας», και ξεχνάμε ότι οι πόλεμοι γίνονται καλοκαίρι – το ‘λεγε και ο έρμος ο Θουκυδίδης. 
Η ελπίδα είναι αυτή που κάνει τη ζημιά. Σου λέει ο άλλος: «άστο, λίγο ακόμη, πού θα πάει, θα περάσει, καλοκαίρι έρχεται, κάτι θα γίνει». 
Είναι όμως αλήθεια έτσι; Είναι δυνατόν να πει ο πλούσιος  - από μόνος του – «ας δώσω κάτι και στα φτωχά, τα ορφανά και τις χήρες; Δύσκολο δεν είναι; Κι άντε και το είπε. Τι θα συμβεί που το είπες Θα το κάνει κιόλας; Θα μοιραστεί τους χιτώνες; Αν είναι έτσι, γιατί δε συνέβη ως τώρα;

Επί του γου.
(Άσχετο: Πώς ζούσαμε έως και την gap-οφράδα του Καστελλόριζου;
Τι θα συνέβαινε, αν είχε πέσει από το ποδήλατο ο μοντέρνος Πηλιογούσης, μία ώρα πριν βγει στα κανάλια, να μας ανακοινώσει το μέλλον που σήμερα ζούμε;
Τι θα συνέβαινε αν είχε φάει μια σφαίρα στο Δόξα Πατρί ο Πηλιογούσης, μία ώρα πριν δείξει το μονοπάτι στους Τουρκαλβανούς;
Θα ‘βγαινε ο Μπένυ να το πει;
Γιατί, θα ‘βγαζε κι άλλο Πηλιογούση το Σούλι;
Κι άντε κι έβγαινε κι άλλος Πηλιογούσης.
Θα είχε την ίδια ευκαιρία, αν απάνω στο πτώμα είχαν βρεθεί χαρτιά που να αποδείκνυαν ότι πήγαινε να προδώσει;
Θα είχε την ίδια ευκαιρία ο  - όποιος – αντικαταστάστης του "έπεσε-από-το-ποδήλατο-και-ψόφησε" γκαπ, αν στο λαπτόπ δίπλα στο πτώμα βρίσκονταν .pdf και e-mails μεταξύ του πτώματος, της ασπρομάλλας και της Οστρογότθας;
Θα το έπαιζε κι άλλος τεθλιμμένη χήρα και σωτήρας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Χώρας;
Κι αν έτρωγε σφαίρα κι ο άλλος Πηλιογούσης;
Κι αν έπεφτε από το δεκατάχυτο κι ο νέος σωτήρας – αντικαταστάτης του πρώτου σωτήρα;
Ο  τ ρ ί τ ο ς  σωτήρας τι θα έκανε;
Θα έβγαινε κι άλλος Πηλιογούσης;
Θα έβγαινε και τρίτος σωτήρας – φαν της αναρρίχησης;
Τα ύψη ζαλίζουν.
Μηνά σκεφτόταν κι ο τρίτος ότι μπορεί να πέσει από το γκρεμό;

Τέλος πάντων, αυτά τα ατυχήματα έχω ακούσει ότι τα κάνουν κάτι κολλημένες με την εθνικοφροσύνη μυστικές υπηρεσίες – και δεν έχω δει καμιά μυστική υπηρεσία στην Ελλάδα να δρα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον (από τον καιρό της Ιλιάδας κι εντεύθεν δηλαδή, όχι από παλιότερα).
Επανέρχομαι, συγγνώμη, μιλούσα μόνος μου.

Θέλουμε γου. Ναι. Θέλουμε, όχι απαξίωση των τεκταινομένων, αλλά σαφή προσανατολισμό προς τα μπροστά.
Θέλουμε ιδιωτική παραγωγή.

Ό χ ι  ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία, ιδιωτική παραγωγή.

Και θέλουμε να ξεκινήσουμε από κάπου.
Το «κάπου» δεν είναι αόριστος έννοια, κύριοι.
Το «κάπου» είναι το σπίτι μας.
Έχουμε φίλους σε ζόρια, σοβαρά ζόρια. Πρέπει να το δούμε αυτό.
Είμαστε ακόμη βολεμένοι εμείς; Οι διπλανοί πάλι, όχι.
Πρέπει να κοιτάξουμε τους διπλανούς μας, για να δούμε υπό ορθή γωνία το μέλλον.

Ο Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός, ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας, την περίφημη ρήση του οποίου δανείστηκα για τις ανάγκες του παρόντος, δεν ήταν η καλύτερη – αλλά ούτε και η χειρότερη  - μορφή της τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σαν Αυτοκρατορία, αντιλαμβάνεστε, υπήρχε πολύ σκουπίδι, ίσως ανάλογο και αντίστοιχο της δόξας της Ρώμης. Κάτι σαν Ελλάδα του 2013 – χωρίς τη δόξα.
Εχθρός της Ρώμης η Καρχηδόνα, επίσης μεγάλη δύναμη της εποχής.
«Πριν από ο,τιδήποτε άλλο, ζητώ (από τη Σύγκλητο) να εγκρίνει την κήρυξη πολέμου, ώστε να καταστραφεί η Καρχηδόνα», έλεγε σε ελεύθερη μετάφραση σε κάθε λόγο που απηύθηνε στο Σώμα των Συγκλητικών ο Κικέρωνας. Έβλεπε ότι, με την Καρχηδόνα απέναντι, περισσότερη δόξα για τη Ρώμη δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί.
Σήμερα, η δόξα έχει πάει στράφι. Μένει η ανάκαμψη. Δεν είναι δόξα αυτή;
Θέλουμε – χρειάζεται – να γυρίσουμε τα ρολόγια πέντε χρόνια πίσω.
Πρέπει να το θέλουμε.
Και θα γίνει. Αλλά θέλει δουλειά. Και τη θέλει τώρα. Από όλους.

Θέλουμε μέλλον; Πρέπει να φτιάξουμε το μέλλον.
Υπάρχει άλλο μέλλον από το 2008;
Πίσω στο μέλλον – γίνεται;
Για θυμηθείτε πώς ήταν, για να δείτε αν γίνεται.
Για να δείτε, αν αξίζει να προσπαθήσετε.
Για να το δούμε μαζί.


Κι ας προσπαθήσουμε.

του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »