Βάζω κάτω τα δεδομένα:
Κανείς δεν αντιδρά πραγματικά, κανείς δεν εξανίσταται σε καταστάσεις (ή/και) με καταστάσεις πρωτόγνωρες.
Όλοι φαίνεται να έχουν αποδεχθεί την άτυπη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, υπό το κράτος της οποίας το Σύνταγμα «κάνει πίσω» και οι εξουσίες γίνονται έκτακτες.
Κάπου άκουσα αυτές τις ημέρες ένα σχόλιο για το πώς το κάψιμο μια τράπεζας και οι τρεις νεκροί της εξουθένωσαν το κίνημα της πλατείας.
Μπορεί να είναι κι έτσι, μπορεί και όχι.
Μπορεί, όποιος βγήκε στις πλατείες, να έψαχνε για αφορμή να πάει και να κάτσει σπίτι του.
Μετέχω σε δυο τρεις ομάδες, communities και γκρουπ, τα οποία προωθούν τις θέσεις και τις αντιλήψεις της Αριστεράς. Προσπαθώ, αλλά ανταπόκριση δε βρίσκω.
Οι περισσότεροι αδιαφορούν για τις ουσιαστικές ειδήσεις, κάποιοι τις αλλοιώνουν, κάποιοι δεν καταλαβαίνουν καν τι διάβασαν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι βέβαιο ότι δε φταίνε: απευθύνονται σε όλους, όχι στους διαβασμένους, στους ενδιαφερόμενους ή στους «ψαγμένους» - και καλά. Και τι φταίει ο λαουτζίκος; Να μην τον πρήζουν θέλει – και λίγο παντεσπάνι.
Δε βρίσκω λύση και σε αυτό το κόλπο: «ελάτε όλοι να πούμε πόσο δίκιο έχουμε – μεταξύ μας».
Θέλει να σε ακούσει και ο άλλος, λέω εγώ τώρα.
Παρατηρώ, βέβαια, μάλλον για το φόβο των Δαναών – μην και ξυπνήσει κανείς -, μια συνεχή διαβαθμισμένη απαξίωση της πραγματικότητας: Μόλις μια πραγματικά σημαντική είδηση πάει να κάνει το πέρασμα από το μυαλουδάκι των συμπολιτών μου, έρχεται και πετάγεται ο γκόμενος της Σιμώνης, τσακ εμφανίζεται ο Κρέμος στο γκρεμό να μιλάει απαξιωτικά για τους σακάτηδες αυτής της σφαίρας, τσακ κάνει μια πολύ καυτή εμφάνιση η Ελενίτσα και ο Κοκο-βιος με παιδιά, εγγόνια και σαντάλια. Τσακ, τσακ, τσακ, τσατ - πατ – κιουτ, όλο και κάτι γίνεται. Άμεσα, γλαφυρά, αποσυντονιστικά.
Και οι φίλοι πάνε για μπανάκι, καφεδάκι, βολτίτσα, γράφουν κανονικά τη φάση, σαρώνει η ραστώνη, δεν τους καίει και τόσο, φαίνεται.
Φαίνεται το ‘να, φαίνεται τ’ άλλο.
Vivere pericolosamente, το ζην επικινδύνως ελληνιστί. Διότι αυτή είναι επικίνδυνη ζωή.
Ο γέρος φοβάται την αναρχία.
Ο νιος φοβάται για τα παιδιά του.
Τα παιδιά φοβούνται για τις γκόμενες που δε θα τους κάτσουν, αν δεν είναι πολύ κουλ, όμως.
Οι πουρότεροι, που πηδούσαν με το πορτοφόλι, φοβούνται ότι κανένα πιπίνι δε θα τους κάτσει με την κρίση, αν δε δείξουν ανέμελοι.
Όλοι στη μούφα.
Οι πλαστογράφοι, που χώθηκαν στο Δημόσιο με εκείνο το πτυχίο από το Ανώτατο Κολλέγιο της Ζουαζιλάνδης, ξέρουν ότι δεν τους παίρνει να το παίξουν και πολύ μάγκες.
Οι μάγκες, που έχουν τη λίστα με τους ζουαζιλανδοπτυχιούχους, ξέρουν ακριβώς που χτυπάνε.
Όλοι μαζί χαίρονται που έδιωξε το λαμόγιο το Μήτσο και όχι τους ίδιους, που είναι λαμόγια.
Οι τύπισσες της ΕΡΤ σε φωτογραφίες φεϊσμπουκάτες του ’12, με βυζί τέεεελειο και ντυσιματάκι τουλάχιστον για δεξίωση στου Αντώνη, σήμερα ενεργές ακτιβίστριες, μεταδίδουν την «πραγματική» είδηση και όχι εκείνη που τους επέβαλε το εξουσιαστικό καθεστώς – μέχρι και τη στούκα στον τοίχο της απόλυσης.
Εν τω μεταξύ, η πλάκα είναι ότι ο μόνος λόγος, για τον οποίο καταργήθηκε εκείνο το νυν επαναστατικό μαγαζί είναι το ότι ο κυρ – Αντώνης ήθελε να πάει μονάχος στην κυρά – Αγγέλα.
Ξέρετε, είναι εντελώς κουλό, αλλά συμβαίνει κάπως έτσι: πάει ο πρωτομάστορας να ρωτήσει το αφεντικό πώς να γκρεμίσει την οικοδομή, αλλά α) δε θέλει κανένας να μάθει ότι το σχέδιο είναι η κατεδάφιση και όχι το χτίσιμο, και β) ο μόνος που μπορεί να το πληροφορηθεί αυτό είναι ο κολαούζος (βλέπε συνεργείο κάλυψης ειδήσεων) του κρατικού καναλιού. Οπότε … καταργείς το κρατικό κανάλι.
Ε, έτσι χάσαμε τον πολιτισμό από τις οθόνες μας.
Και κανείς δε θέλει να δουλέψει. Κανείς δεν έχει τη διάθεση να το παλαίψει.
Και κανείς δεν ενδιαφέρεται για την επόμενη μέρα.
Και η μέρα αυτή δεν είναι μακριά.
Κι όλοι θα φάνε τη φλασιά εκείνη τη μέρα και τίποτε δε θα γίνεται πια, διότι τίποτε δε διορθώνεται μετά το μπαμ.
Και δεν είμαστε στο ’08. Και δεν υπάρχει σάλιο. Και, ναι, θα ξαναγυρίσουμε στις γειτονιές, με ανθρώπινο πρόσωπο και χαρακτήρα. Θα μοιραζόμαστε ένα πιάτο φαἵ με το συνάνθρωπο (μάλλον από εκείνον θα το ζητάμε, κι όχι εκείνος από εμάς) και η μπομπότα θα μας δώσει ενέργεια για την επόμενη μέρα (παραγνωρισμένη αυτή η μπομπότα - και ο καφές από ρεβύθι εξαίσιος).
Και ο τέεεελειος Άκης θα μας φτιάχνει συνταγές της γιαγιάς με γκουρμέ πινελιές, και η Φαίη μας θα δει επιτέλους τον καλό της χοντρούλη σε πιο φυσιολογικά μεγέθη (είναι και ψηλό, το άτιμο) και η Ελενίτσα θα μας αφήσει για μέρη πιο λάτιν ή ανατολικά (γιατί, τι έχει η γείτων;; Τόσες και τόσες κάνανε καριέρα με τέτοια ταλέντα!)
Και το Ελλαδιστάν καταρρέει. Με σκιαγμένους πάμπλουτους υποτελείς ηγεμονίσκους, σαν εκείνους τους δικτάτορες της Αφρικής που τους κούναγε η μακρά χειρ της Σιών.
Και ο κόσμος καταρρέει. Γιατί, σε αντίθεση με την προ του ’90 εποχή, οπότε υπήρχε και αρκούδα του βορρά και κίτρινη αρκούδα και αρκουδόπουρο και αρκουδοκαντάϊφο, σήμερα υπάρχει ένας κόσμος αντεστραμμένος, με ζιγκ χάιλ και αποτυχημένους μισανθρώπους, μισέλληνες, πειραματιστές, δουνουτουδικούς, αποτυχημένους, βλάκες, αδιάφορους, κακούς, με λίστες λαμογίων και διάφορα τέτοια, τα οποία οδηγούν σε οριζόντιες, κάθετες, επιλεκτικές και μη, απολύσεις, σε σκηνικά που μας αφήνουν σε κατάσταση ανομίας (αλλά όχι αναρχίας, προς Θεού!)
Αλήθεια, να ελπίζω σε κάτι;
* του Θάνου Αθανασιάδη,
όχι του Ιουλίου Καίσαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου