Έχει μέρες που στο μυαλό μου γυροφέρνει ένα παλιό μου άρθρο.
Ενώ ξέρω καλά τι έχω γράψει, για ποιον και γιατί, είμαι βέβαιος ότι, χωρίς να θέλω να προσθέσω εγώ κάτι, το ίδιο το κείμενο μου ζητάει επωδό και επιμύθιο και sequel και κατακλείδα και ό,τι στο διάβολο με τσιγκλάει.
Είναι μια φράση, την οποία έχω αφήσει να κρέμεται, σαν κλωστή αράχνης που πάει με μεγάλες προσδοκίες να γραπώσει σκούρκο.
Να 'την η κουβέντα:
{Μα ισχύουν όλα; Εξανίσταμαι.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Το είδα - κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία}.
Και δεν έχω απαντήσει τι είδα, και την ιστορία δεν την είπα - και δεν ξέρω αν ποτέ μου θα αξιωθώ να την πω.
Αλλά κάτι έχω να πω, έστω αποσπασματικά, έστω ελλειπώς.
Και σχωρνάτε με, σεις οι φιλεύσπλαχνοι αναγνώστες του ταπεινού τούτου ιστολογίου, αν σας τρώω το χρόνο, αλλά θέλατε και τα πάθατε.
Στο μεσοδιάστημα του τσιγκλίσματος ένας άσπονδος φίλος είχε μια εμπειρία, την οποία είδα με τα μάτια του. Συνέβη το εξής:
Μερικές μέρες πριν, βράδυ, κάθησε στο λιμάνι να ψαρέψει, εν γνώσει του ότι δε θα συμβούν και πολλά.
Το ίδιο μεσημέρι είχε σταθεί πολύ τυχερός, είχε πάει στην Αμμόγλωσσα στη Λευκάδα και είχε πιάσει καμιά δεκαριά μαζεμένα, το ένα πίσω από το άλλο.
Είχε χαρεί πολύ, επειδή είχαν περάσει μέρες από την τελευταία επιτυχημένη φορά, τελούσε σε γνώση του παράλληλα ότι τα καλά πράγματα δε συμβαίνουν δυο φορές στη σειρά, τα κακά πράγματα από την άλλη συμβαίνουν σε όσες επαναλήψεις γουστάρουν.
Δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο, ένας μπαμπάς με το παιδί του καθόταν από τη δεξιά του μεριά, στα αριστερά του κανείς, ζευγαράκια περνούσαν, ομορφούλες μονάχες επίσης, ησυχία.
Από το πουθενά και από τη μεριά του μπαμπά με το παιδί ακούστηκαν ποδοβολητά και μια διωδία παιδικών φωνών: "φίλε, φίλε, φίλε, κοίτα τι θα κάνω!!".
Ο μοναχικός ψαράς, είναι γεγονός ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε χαθεί σε κάποια σκέψη από το πουθενά ερχόμενη και στο άτοπο καταλήγουσα. Δεν έδωσε σημασία.
Δίπλα του βρέθηκαν άξαφνα δυο γυφτόπουλα, αγόρια, γύρω στα δέκα το μικρό, λίγο μεγαλύτερο το άλλο.
Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, ακόμη κι όταν κατάλαβε ότι σε κείνον απευθύνονταν η κοινή δήλωση.
Έμεινε σιωπηλός, κι όταν τα δυο γυφτόπουλα άρχισαν να του λένε "εγώ μπορώ να κάνω αυτό!" και ξεκίνησαν έναν λανθανόντων σεξουαλικών υποννοουμένων χορό με κυκλικές κινήσεις της μέσης και των γοφών με ταυτόχρονο κατέβασμα των σορτς και παράλληλο σήκωμα των τι-σερτ τους να φανεί η κοιλιά, ως το στήθος.
Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς προηγούμενο, χωρίς αιτία.
Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, αλλά ένιωσε να τον κυριεύει ένα τυφλό μανιασμένο κύμα θυμού, το οποίο δεν έλεγε να μετασχηματιστεί σε ουρλιαχτά και χουγιάσματα.
Κακό σημάδι αυτό, να το ξέρετε.
Περίμενε παραμένοντας ακίνητος, παγωμένος. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά έκανε κίνηση να φτάσει πιο κοντά του. Ως εκείνη τη στιγμή η μεταξύ τους απόσταση δεν υπερέβαινε το μέτρο, αλλά το παιδί έκανε μια κίνηση προς το μεγαλύτερο καλάμι, δήθεν να αγγίξει αυτό και ίσως και το χέρι που το κρατούσε, λέγοντας παράλληλα με νάζι: "Εγώ μπορώ να κάνω και αυτό".
Το χέρι απομακρύνθηκε από το καλάμι.
Ο παγωμένος μανιασμένος άνθρωπος, κουβαλώντας ένα σωρό από παλιά συντεθλιμμένα ψυχορραγούντα, αλλά πάντοτε ισχυρά συμπλέγματα, τη στιγμή της κίνησης άρπαξε το παιδί από τον ώμο.
Είχε αλλοιωθεί και η έκφραση του προσώπου του, έμοιαζε με μάσκα τρομακτική και πέτρινη, τη στιγμή που πέταξε το παιδί τρία μέτρα μακριά.
Εκείνο, με τα μάτια ορθάνοιχτα από σύμμικτα συναισθήματα φόβου, αγωνίας κι έκπληξης έκανε ανακυβίσθηση προς τα πίσω, ώστε να μη σπάσει το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο και σκέπασε το πρόσωπό του, πιθανότατα περιμένοντας να ακολουθήσει κάποια κλωτσιά.
Δε συνέβη τίποτε τέτοιο. Με μια σφυριχτή από μίσος φωνή ο αλλοιωμένος άνθρωπος, τον οποίο νόμιζα ότι ήξερα, έφτυσε βαριές εκφράσεις κατάρας, λέξεις που δεν ήξερα ότι μπορούσε να ξεστομίσει, και παρακολούθησε το μικρό παιδί να απομακρύνεται τρέχοντας μακριά, κοιτώντας πίσω του μόνον όταν βρισκόταν σε σχετική απόσταση ασφαλείας, ενώ το μεγάλο, παραζαλισμένο ακόμη από το βίαιο της επίθεσης σηκώθηκε, έπεσε πάνω στο πίσω μέρος από ένα σταματημένο αυτοκίνητο και ξεκίνησε το δικό του τρέξιμο προς τη διαφυγή, ακόμη κι αν δεν επρόκειτο να γίνει κάτι περισσότερο.
Η τελευταία κουβέντα που βγήκε από τα παγωμένα από μίσος και οργή χείλη ήταν: "Φύγετε, ειδάλλως εδώ θα σας θάψω".
Τάφος. Θάνατος. Μίσος. Οργή. Βία.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Ο άσπονδος φίλος μου, που λιγότερο ήξερε τον εαυτό του από όσο νόμιζε, έμεινε ακίνητος και σιωπηλός, όπως όταν είχε κάτσει για να απομονωθεί.
Άξαφνα τον κατέλαβαν τύψεις τρομερές. Είχε σπρώξει ένα παιδί, αδιάφορο το τι είχε κάνει εκείνο το παιδί. Είχε δράσει βίαια, επιθετικά, σκληρά, ανεξέλεγκτα.
Καθώς παρέμενε χαμένος, ανίκανος να αντιδράσει στο κύμα των επιτιθέμενων ενοχών του, μια ομάδα μοτοσυκλετιστών της ΔΙΑΣ πέρασε με αντίστροφη πορεία. Του πέρασε από το νου έως και ότι για εκείνον έψαχναν, ότι έπρεπε να κρυφτεί - από ντροπή κι από φόβο για τις συνέπειες. Δεν πανικοβλήθηκε, ίσως ένιωθε καλύτερα - έτσι σκέφτηκε - εάν του αποδίδοντο κατηγορίες και ακολουθούσε η αυτόφωρη διαδικασία.
Δε συνέβη όμως τίποτε τέτοιο. Ο ντροπιασμένος παγωμένος άνθρωπος, με την ηρεμία του χαμένη, με ενοχές και τύψεις στον ασκό των βαρών του, έφυγε αργά, σιωπηλά. Δεν ψάρεψε για μέρες.
Τύψεις. Ενοχές. Βάρη. Θάνατος.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Ποιος είναι ο κόσμος μας;
Τι τον καθορίζει;
Πώς επιδρά η ζωή του ενός πάνω στη ζωή του άλλου;
Ποιος καθορίζει το σύνολο των συμπλεγμάτων, τα οποία θα γεννηθούν μέσα μας, θα μεγαλώσουν μαζί μας και θα μας πεθάνουν;
Ποιος ορίζει τη στιγμή που θα οπλιστεί το χέρι με δύναμη τρομερή, που ο Κάιν θα κάνει πράξη το φόνο του Άβελ;
Επειδή ο αδερφός αδερφό σκοτώνει.
Έχουν περάσει μέρες από τότε.
Δεν κατόρθωσα να συντάξω αυτό το κείμενο, επειδή δυο μέρες αργότερα πληροφορήθηκα ότι τα παιδιά εκείνα ήσαν μέλη μιας σπείρας, καθοδηγούμενα από ενήλικες της φυλής τους, τα οποία αποπειρώνται να εκβιάσουν ενήλικες με "φυγόκεντρες" τάσεις. Πληροφορήθηκα την περίπτωση ενός συνταξιούχου χήρου, ο οποίος δεχόταν επισκέψεις από μια μητέρα με το εννιάχρονο κοριτσάκι της, το οποίο - τη μία φορά που κατόρθωσε να μπει το σπίτι του - βγήκε ουρλιάζοντας και κατηγορώντας τον ότι της επιτέθηκε με σεξουαλικές διαθέσεις. Συλλήψεις, DNA τεστ, βεβαίωση ανυπαρξίας οιασδήποτε εμπλοκής του ανθρώπου με το ανήλικο και στο μεσοδιάστημα διαπόμπευση, βλέμματα, τα οποία έλεγαν "φύγε" στον αθώο και εγκατάλειψη της μικρής κωμόπολης, στην οποία εκείνος είχε επιλέξει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Καίτοι αθώος.
Τι αξία έχει μια συντεταγμένη κοινωνία, λέτε;
Τι δύναμη προστασίας παρέχει σε καθέναν από εμάς;
Είχε δίκιο ο άσπονδος φίλος μου;
Εκείνος δεν ήξερε αυτό που εγώ έμαθα εκ των υστέρων.
Έδρασε συμπλεγματικά, χωρίς γνώση.
Κάθισα μπροστά του και τον παρατηρούσα ενδελεχώς, καθώς του μετέφερα την πληροφορία.
Δεν τρεμόπαιξαν με χαρά τα μάτια του.
Δεν ανάσανε με ικανοποίηση, επειδή είχε σώσει τον εαυτό του και τον κόσμο από ένα κύκλωμα μαστροπείας και παιδεραστίας, αναμεμειγμένο με παιδοφιλία.
Δεν αναφώνησε ότι θα τρέξει στην Αστυνομία και θα απαιτήσει να σπάσει το κακό σπυρί.
Κοίταξε μόνο τον καθρεφτισμό των ματιών μου πάνω του και μου είπε:
"Έγινα ζώο, για χάρη άλλων ή ήμουν πάντοτε;"
Πολλές φορές σκέπτομαι πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει κοινωνιολογία. Δεν αναφέρομαι στις βασικές αρχές και στα εκλαϊκευμένα συγγράμματα πέρι των θέσεων των μεγάλων του χώρου, αλλά πώς θα ήταν εάν είχα εντρυφήσει στις μονογραφίες, στις υψηλές έννοιες της επιστήμης αυτής.
Θα καταννοούσα καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα;
Θα έβλεπα και θα διέβλεπα;
Θα είχε αξία η γνώση μου αυτή, εν σχέσει προς την πραγματικότητα "προς αντιμετώπιση";
Υποθέτω - δεν ξέρω με βεβαιότητα πλέον, όχι μετά την επέλαση των νεοφιλελευθέρων και την άνετη επικράτησή τους - ότι κατέχω ψήγματα ιστορικής γνώσης.
Αυτά υποτίθεται ότι κάτι μπορούσαν να κάνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν έκαναν, όχι όσον αφορά στο γενικότερο καλό.
Δεν ισχυρίζομαι ότι, εφ' όσον εισακούοντο οι αναιμικές κραυγές μου, ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.
Δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ είχα τη λύση και κανείς δεν την άκουσε.
Αλλά βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άσπονδου φίλου μου και δε μπορώ να μη σκεφτώ εκείνον που μου είπε κάποτε:
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Αντί επιμυθίου:
Αυτό εδώ είναι το εκατοστό μου άρθρο σε τούτο το ιστολόγιο. Θα ήθελα να είχε καλύτερο τέλος, καλύτερο θέμα, καλύτερη αρχή. Θα ήθελα να έγραφα για ευχάριστα πράγματα, διασκεδαστικά και εύληπτα, για τη χαρά της ζωής και το μυστικό της κρεμ μπρουλε, για τα ξέγνοιαστα παιδιά της Γάζας, τα οποία σώθηκαν μετά την κοινή παγκόσμια συμφωνία. Θα ήθελα να ήταν σε αυτό το άρθρο η παράγραφος, η οποία θα αναφερόταν στην ταφή μετ' επαίνων και τιμών του κυρίου Πρωθυπουργού μας κατά την επιστροφή του από το τραγικό, όπως κατέληξε, πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα που κόστισε και τις αθώες ζωές σύσσωμου του Υπουργικού Συμβουλίου και των συνεπιβατών μεγαλοεπιχειρηματιών και τραπεζικών, οι οποίοι είχαν μεταβεί στο Βερολίνο για επικοδομητικές συζητήσεις πάνω στην Ελληνική ανάκαμψη. Θα ήθελα να εκφράσω τη θλίψη μου για τον πρόωρο χαμό της κυρίας Καγκελαρίου, να δηλώσω ότι συμπάσχω με το φίλο Γερμανικό Λαό, να διαρρήξω τα ιμάτιά μου που χάθηκε ένας τόσο σημεντικός άνθρωπος, μόνον και μόνον επειδή επέλεξε να συνταξιδέψει στη χώρα μου, ώστε να εξηγήσει καλύτερα και πιο ξεκάθαρα τι πρεσβεύει η φίλη χώρα Γερμανία και τι αποφάσισε για τη δική μου χώρα, μετά τις επικοδομητικές συζητήσεις του Βερολίνου.
Θα ήθελα να μην είναι έτσι ο κόσμος μας και να μη δω.
Χωρίς κοινωνιολογικές σκέψεις κι αναλύσεις. Χωρίς Ιστορική Γνώση.
Μόνο με Θάνατο.
Αλλά κάτι έχω να πω, έστω αποσπασματικά, έστω ελλειπώς.
Και σχωρνάτε με, σεις οι φιλεύσπλαχνοι αναγνώστες του ταπεινού τούτου ιστολογίου, αν σας τρώω το χρόνο, αλλά θέλατε και τα πάθατε.
Στο μεσοδιάστημα του τσιγκλίσματος ένας άσπονδος φίλος είχε μια εμπειρία, την οποία είδα με τα μάτια του. Συνέβη το εξής:
Μερικές μέρες πριν, βράδυ, κάθησε στο λιμάνι να ψαρέψει, εν γνώσει του ότι δε θα συμβούν και πολλά.
Το ίδιο μεσημέρι είχε σταθεί πολύ τυχερός, είχε πάει στην Αμμόγλωσσα στη Λευκάδα και είχε πιάσει καμιά δεκαριά μαζεμένα, το ένα πίσω από το άλλο.
Είχε χαρεί πολύ, επειδή είχαν περάσει μέρες από την τελευταία επιτυχημένη φορά, τελούσε σε γνώση του παράλληλα ότι τα καλά πράγματα δε συμβαίνουν δυο φορές στη σειρά, τα κακά πράγματα από την άλλη συμβαίνουν σε όσες επαναλήψεις γουστάρουν.
Δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο, ένας μπαμπάς με το παιδί του καθόταν από τη δεξιά του μεριά, στα αριστερά του κανείς, ζευγαράκια περνούσαν, ομορφούλες μονάχες επίσης, ησυχία.
Από το πουθενά και από τη μεριά του μπαμπά με το παιδί ακούστηκαν ποδοβολητά και μια διωδία παιδικών φωνών: "φίλε, φίλε, φίλε, κοίτα τι θα κάνω!!".
Ο μοναχικός ψαράς, είναι γεγονός ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε χαθεί σε κάποια σκέψη από το πουθενά ερχόμενη και στο άτοπο καταλήγουσα. Δεν έδωσε σημασία.
Δίπλα του βρέθηκαν άξαφνα δυο γυφτόπουλα, αγόρια, γύρω στα δέκα το μικρό, λίγο μεγαλύτερο το άλλο.
Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, ακόμη κι όταν κατάλαβε ότι σε κείνον απευθύνονταν η κοινή δήλωση.
Έμεινε σιωπηλός, κι όταν τα δυο γυφτόπουλα άρχισαν να του λένε "εγώ μπορώ να κάνω αυτό!" και ξεκίνησαν έναν λανθανόντων σεξουαλικών υποννοουμένων χορό με κυκλικές κινήσεις της μέσης και των γοφών με ταυτόχρονο κατέβασμα των σορτς και παράλληλο σήκωμα των τι-σερτ τους να φανεί η κοιλιά, ως το στήθος.
Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς προηγούμενο, χωρίς αιτία.
Ο άσπονδος φίλος μου έμεινε σιωπηλός, αλλά ένιωσε να τον κυριεύει ένα τυφλό μανιασμένο κύμα θυμού, το οποίο δεν έλεγε να μετασχηματιστεί σε ουρλιαχτά και χουγιάσματα.
Κακό σημάδι αυτό, να το ξέρετε.
Περίμενε παραμένοντας ακίνητος, παγωμένος. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά έκανε κίνηση να φτάσει πιο κοντά του. Ως εκείνη τη στιγμή η μεταξύ τους απόσταση δεν υπερέβαινε το μέτρο, αλλά το παιδί έκανε μια κίνηση προς το μεγαλύτερο καλάμι, δήθεν να αγγίξει αυτό και ίσως και το χέρι που το κρατούσε, λέγοντας παράλληλα με νάζι: "Εγώ μπορώ να κάνω και αυτό".
Το χέρι απομακρύνθηκε από το καλάμι.
Ο παγωμένος μανιασμένος άνθρωπος, κουβαλώντας ένα σωρό από παλιά συντεθλιμμένα ψυχορραγούντα, αλλά πάντοτε ισχυρά συμπλέγματα, τη στιγμή της κίνησης άρπαξε το παιδί από τον ώμο.
Είχε αλλοιωθεί και η έκφραση του προσώπου του, έμοιαζε με μάσκα τρομακτική και πέτρινη, τη στιγμή που πέταξε το παιδί τρία μέτρα μακριά.
Εκείνο, με τα μάτια ορθάνοιχτα από σύμμικτα συναισθήματα φόβου, αγωνίας κι έκπληξης έκανε ανακυβίσθηση προς τα πίσω, ώστε να μη σπάσει το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο και σκέπασε το πρόσωπό του, πιθανότατα περιμένοντας να ακολουθήσει κάποια κλωτσιά.
Δε συνέβη τίποτε τέτοιο. Με μια σφυριχτή από μίσος φωνή ο αλλοιωμένος άνθρωπος, τον οποίο νόμιζα ότι ήξερα, έφτυσε βαριές εκφράσεις κατάρας, λέξεις που δεν ήξερα ότι μπορούσε να ξεστομίσει, και παρακολούθησε το μικρό παιδί να απομακρύνεται τρέχοντας μακριά, κοιτώντας πίσω του μόνον όταν βρισκόταν σε σχετική απόσταση ασφαλείας, ενώ το μεγάλο, παραζαλισμένο ακόμη από το βίαιο της επίθεσης σηκώθηκε, έπεσε πάνω στο πίσω μέρος από ένα σταματημένο αυτοκίνητο και ξεκίνησε το δικό του τρέξιμο προς τη διαφυγή, ακόμη κι αν δεν επρόκειτο να γίνει κάτι περισσότερο.
Η τελευταία κουβέντα που βγήκε από τα παγωμένα από μίσος και οργή χείλη ήταν: "Φύγετε, ειδάλλως εδώ θα σας θάψω".
Τάφος. Θάνατος. Μίσος. Οργή. Βία.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Ο άσπονδος φίλος μου, που λιγότερο ήξερε τον εαυτό του από όσο νόμιζε, έμεινε ακίνητος και σιωπηλός, όπως όταν είχε κάτσει για να απομονωθεί.
Άξαφνα τον κατέλαβαν τύψεις τρομερές. Είχε σπρώξει ένα παιδί, αδιάφορο το τι είχε κάνει εκείνο το παιδί. Είχε δράσει βίαια, επιθετικά, σκληρά, ανεξέλεγκτα.
Καθώς παρέμενε χαμένος, ανίκανος να αντιδράσει στο κύμα των επιτιθέμενων ενοχών του, μια ομάδα μοτοσυκλετιστών της ΔΙΑΣ πέρασε με αντίστροφη πορεία. Του πέρασε από το νου έως και ότι για εκείνον έψαχναν, ότι έπρεπε να κρυφτεί - από ντροπή κι από φόβο για τις συνέπειες. Δεν πανικοβλήθηκε, ίσως ένιωθε καλύτερα - έτσι σκέφτηκε - εάν του αποδίδοντο κατηγορίες και ακολουθούσε η αυτόφωρη διαδικασία.
Δε συνέβη όμως τίποτε τέτοιο. Ο ντροπιασμένος παγωμένος άνθρωπος, με την ηρεμία του χαμένη, με ενοχές και τύψεις στον ασκό των βαρών του, έφυγε αργά, σιωπηλά. Δεν ψάρεψε για μέρες.
Τύψεις. Ενοχές. Βάρη. Θάνατος.
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Ποιος είναι ο κόσμος μας;
Τι τον καθορίζει;
Πώς επιδρά η ζωή του ενός πάνω στη ζωή του άλλου;
Ποιος καθορίζει το σύνολο των συμπλεγμάτων, τα οποία θα γεννηθούν μέσα μας, θα μεγαλώσουν μαζί μας και θα μας πεθάνουν;
Ποιος ορίζει τη στιγμή που θα οπλιστεί το χέρι με δύναμη τρομερή, που ο Κάιν θα κάνει πράξη το φόνο του Άβελ;
Επειδή ο αδερφός αδερφό σκοτώνει.
Έχουν περάσει μέρες από τότε.
Δεν κατόρθωσα να συντάξω αυτό το κείμενο, επειδή δυο μέρες αργότερα πληροφορήθηκα ότι τα παιδιά εκείνα ήσαν μέλη μιας σπείρας, καθοδηγούμενα από ενήλικες της φυλής τους, τα οποία αποπειρώνται να εκβιάσουν ενήλικες με "φυγόκεντρες" τάσεις. Πληροφορήθηκα την περίπτωση ενός συνταξιούχου χήρου, ο οποίος δεχόταν επισκέψεις από μια μητέρα με το εννιάχρονο κοριτσάκι της, το οποίο - τη μία φορά που κατόρθωσε να μπει το σπίτι του - βγήκε ουρλιάζοντας και κατηγορώντας τον ότι της επιτέθηκε με σεξουαλικές διαθέσεις. Συλλήψεις, DNA τεστ, βεβαίωση ανυπαρξίας οιασδήποτε εμπλοκής του ανθρώπου με το ανήλικο και στο μεσοδιάστημα διαπόμπευση, βλέμματα, τα οποία έλεγαν "φύγε" στον αθώο και εγκατάλειψη της μικρής κωμόπολης, στην οποία εκείνος είχε επιλέξει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Καίτοι αθώος.
Τι αξία έχει μια συντεταγμένη κοινωνία, λέτε;
Τι δύναμη προστασίας παρέχει σε καθέναν από εμάς;
Είχε δίκιο ο άσπονδος φίλος μου;
Εκείνος δεν ήξερε αυτό που εγώ έμαθα εκ των υστέρων.
Έδρασε συμπλεγματικά, χωρίς γνώση.
Κάθισα μπροστά του και τον παρατηρούσα ενδελεχώς, καθώς του μετέφερα την πληροφορία.
Δεν τρεμόπαιξαν με χαρά τα μάτια του.
Δεν ανάσανε με ικανοποίηση, επειδή είχε σώσει τον εαυτό του και τον κόσμο από ένα κύκλωμα μαστροπείας και παιδεραστίας, αναμεμειγμένο με παιδοφιλία.
Δεν αναφώνησε ότι θα τρέξει στην Αστυνομία και θα απαιτήσει να σπάσει το κακό σπυρί.
Κοίταξε μόνο τον καθρεφτισμό των ματιών μου πάνω του και μου είπε:
"Έγινα ζώο, για χάρη άλλων ή ήμουν πάντοτε;"
Πολλές φορές σκέπτομαι πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει κοινωνιολογία. Δεν αναφέρομαι στις βασικές αρχές και στα εκλαϊκευμένα συγγράμματα πέρι των θέσεων των μεγάλων του χώρου, αλλά πώς θα ήταν εάν είχα εντρυφήσει στις μονογραφίες, στις υψηλές έννοιες της επιστήμης αυτής.
Θα καταννοούσα καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα;
Θα έβλεπα και θα διέβλεπα;
Θα είχε αξία η γνώση μου αυτή, εν σχέσει προς την πραγματικότητα "προς αντιμετώπιση";
Υποθέτω - δεν ξέρω με βεβαιότητα πλέον, όχι μετά την επέλαση των νεοφιλελευθέρων και την άνετη επικράτησή τους - ότι κατέχω ψήγματα ιστορικής γνώσης.
Αυτά υποτίθεται ότι κάτι μπορούσαν να κάνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν έκαναν, όχι όσον αφορά στο γενικότερο καλό.
Δεν ισχυρίζομαι ότι, εφ' όσον εισακούοντο οι αναιμικές κραυγές μου, ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.
Δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ είχα τη λύση και κανείς δεν την άκουσε.
Αλλά βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άσπονδου φίλου μου και δε μπορώ να μη σκεφτώ εκείνον που μου είπε κάποτε:
"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".
Αντί επιμυθίου:
Αυτό εδώ είναι το εκατοστό μου άρθρο σε τούτο το ιστολόγιο. Θα ήθελα να είχε καλύτερο τέλος, καλύτερο θέμα, καλύτερη αρχή. Θα ήθελα να έγραφα για ευχάριστα πράγματα, διασκεδαστικά και εύληπτα, για τη χαρά της ζωής και το μυστικό της κρεμ μπρουλε, για τα ξέγνοιαστα παιδιά της Γάζας, τα οποία σώθηκαν μετά την κοινή παγκόσμια συμφωνία. Θα ήθελα να ήταν σε αυτό το άρθρο η παράγραφος, η οποία θα αναφερόταν στην ταφή μετ' επαίνων και τιμών του κυρίου Πρωθυπουργού μας κατά την επιστροφή του από το τραγικό, όπως κατέληξε, πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα που κόστισε και τις αθώες ζωές σύσσωμου του Υπουργικού Συμβουλίου και των συνεπιβατών μεγαλοεπιχειρηματιών και τραπεζικών, οι οποίοι είχαν μεταβεί στο Βερολίνο για επικοδομητικές συζητήσεις πάνω στην Ελληνική ανάκαμψη. Θα ήθελα να εκφράσω τη θλίψη μου για τον πρόωρο χαμό της κυρίας Καγκελαρίου, να δηλώσω ότι συμπάσχω με το φίλο Γερμανικό Λαό, να διαρρήξω τα ιμάτιά μου που χάθηκε ένας τόσο σημεντικός άνθρωπος, μόνον και μόνον επειδή επέλεξε να συνταξιδέψει στη χώρα μου, ώστε να εξηγήσει καλύτερα και πιο ξεκάθαρα τι πρεσβεύει η φίλη χώρα Γερμανία και τι αποφάσισε για τη δική μου χώρα, μετά τις επικοδομητικές συζητήσεις του Βερολίνου.
Θα ήθελα να μην είναι έτσι ο κόσμος μας και να μη δω.
Χωρίς κοινωνιολογικές σκέψεις κι αναλύσεις. Χωρίς Ιστορική Γνώση.
Μόνο με Θάνατο.
* του Θάνου Αθανασιάδη
(τίτλος δανεισμένος, καθώς και το στιχουργικό πόνημα του Peter Hammill, από το LP "Present" των VdGG ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου