Ο Παράφρων κοίταξε για μια ακόμη φορά το είδωλό του στον καθρέφτη.
"Αν πιάσει και αυτή τη φορά, θα είμαι και πολύ μάγκας.
Αλλά είναι κι αυτοί εντελώς ηλίθιοι", σκέφτηκε.
Ο Εγωπαθής κάτι τσιμπολογούσε, ένα τραπέζι για πάρτη του. Δεν είχε την ίδια όρεξη τελευταία, του την έσπαγαν πολλά.
Ιδίως τα σκατόπαιδα που δεν έλεγαν να τον αφήσουν να ξεχάσει ότι - ακόμη - έπαιζε να τη βγάζει με πιτόγυρα από το σουβλατζίδικο δίπλα στον Κορυδαλλό.
Ο Προδότης έστριβε το μουστάκι και σκεφτόταν πώς θα τη φέρει - και - στους άλλους δυο:
"Θα τους τα χώσω. Θα τους κατηγορήσω ότι αυτοί φταίνε που πάτωσα. Μετά θα τους δώσω τη λύση, τη μόνη λύση που υπάρχει, για να μη σαπίσει ο Εγωπαθής στη στενή, να μη φάνε οι μαύροι τον Παράφρονα που τους πούλησε και να τρώμε όλοι με χρυσά κουτάλια ες αεί".
Παραδίπλα το γκόλντεν μπόυ που αρεσκόταν να το λένε Smooth Operator στα νιάτα του, έφτιαχνε και ξανάφτιαχνε τα καρφάκια, για να καταπολεμήσει τη νευρικότητα που τον διακατείχε:
"Πάλι πρέπει να πηδήξω τη χοντρή, γαμώτο. Πάλι. Όλα εγώ τα κάνω κι όλο εμένα βρίζουνε - κι εσείς τους αφήνετε!! Χωρίς εμένα και το Νεκροθάφτη όμως, ήθελα να δω τι θα κάνατε", απευθύνθηκε στους άλλους, οι οποίοι δεν του έδωσαν σημασία.
Η χοντρή έβγαζε βίτσια, κι ας ήταν πατσούρα. Τον είχε ξεδιαλέξει από το σωρό, χρόνια πριν, από τότε που ο αλητάκος της είχε κάνει κομπλιμάν σχετικά με το πόσο σέξυ ήταν το ταγιεράκι της. Ακόμη το ίδιο ταγιέρ φορούσε η χοντρή, για να τον φτιάχνει, κατά πώς εκείνη νόμιζε.
Αλλά ο smooth operator μιας άλλης εποχής πλέον φτιαχνόταν μόνο από την ιδρωτίλα από τις μασχάλες, την αναδυόμενη πανταχού παρούσα μπόχα από λουκάνικα και το μαστίγιο.
Για το κάψιμο στην πλάτη τα έκανε όλα, κι ας καμωνόταν στους άλλους ότι βγάζει το φίδι από την τρύπα. Το φίδι το έβαζε στην τρύπα - αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να το γνωρίζει κανείς.
Η ξυλάγγουρη μόνο το ήξερε αυτό, αλλά εκείνη είχε επιλέξει τον Προβατευτή και δεν ενδιαφερόταν. Σιγά τ' αυγά δηλαδή, αλλά λέμε τώρα.
Ο Φαύλος δε μιλούσε. Ακόνιζε ένα σουγιά. Είχε ραντεβού το βράδυ με κάτι φραουλάδες που του είχαν παραπονεθεί ότι μια χούφτα σκατόχρωμοι είχαν ξανασηκώσει κεφάλι εξαιτίας ενός μαλακισμένου που έβγαζε - Ξανά!! Ήμαρτον!! - τις μπίζνες στη φόρα.
"Θα λερώσει το πύο που έχεις για αίμα το αγαπημένο μου σίδερο, ηλίθιε, αλλά θα στο κλείσω το καπάκι. Υπάνθρωπε", απευθύνθηκε νοερά στο μαμούνι, το οποίο - παρεμπιμπτόντως - πολύ θα ήθελε να τα καταγράφει όλα αυτά από μια κρυφή καμερούλα.
- Τι θα κάνω με την περίπτωσή σας, ρε ηλίθιοι, γαμώ το κεφάλι μου μέσα; Άχρηστα ψοφίμια, όλα πρέπει να γίνονται από μένα; Εσύ, ρε Εγωπαθή χοντρέ, έχεις σκάσει στα σουβλάκια, πετάς τη μια μαλακία πάνω στην άλλη και τα έχεις πει και όλα, όσα λες, από πριν!! Τα έβγαλες και στο ίντερνετ και τώρα τα βλέπει ο πάσα εις!! Ηλίθιε, μου θες και να το παίξεις αφεντικό!! Εσύ, ρε Προδότη μουστάκια, τι κατάλαβες που έχωσες το μούλο μέσα στις ζαμπέλες; Όλοι κατάλαβαν ότι τον φύτεψες μέσα για να κάνει της δουλειά της Χιονούλας, άλλο που δε μιλάει κανένας!! Εσύ, ρε Smooth Operator, όλο πετάγεσαι σαν την πορδή και μας τη λες κι από πάνω, που δε μπορείς να κρύψεις ούτε πέντε φράγκα κι αμέσως σε παίρνει γραμμή η πλέμπα και τα ακούω εγώ!! Κι εσύ, Φαύλε, μην κοιτάς έτσι, μη σε στείλω με τα νομιστεράκια, να μαζεύετε γριές από τα πεζοδρόμια!!
- Αφεντικό, άσε το Φαύλο ήσυχο, δουλειά βγάζει το παλικάρι, έχει τα δικά του. Εύκολο είναι, νομίζεις, να μη μπορείς να βγεις με τους φίλους σου μια βόλτα, σαν άνθρωπος, και να αναγκάζεσαι να κρύβεσαι από την κοινωνία; Άλλοι φταίνε. Αυτός ο Προδότης φταίει, για όλα αυτός!! Θα είχαμε 180 σήμερα και θα κάναμε παιχνίδι, αλλά τα σκάτωσε και έχει τώρα τη βούρτσα για παρκετέζα.
- Ναι, ρε μαλάκα χοντρέ, κάνε του τώρα και αβάντες του δικού μου ανθρώπου!! Σάματις δεν ξέρω εγώ τι αστέρι έχω εγώ δίπλα μου!! Αλλά πρέπει να στη λέω και καμιά φορά, ε, Φαύλε μου; Να μην μου χαλαρώνεις, καλέ μου! Από αγάπη τα λέω! Έλα, ήρεμα τώρα. Άμε να σφάξεις τίποτε.
Ο Φαύλος έσκισε το πουκάμισο σα χασέ. Φάνηκε το περήφανο στέρνο. Χτύπησε το περήφανο στέρνο με το ελεύθερο από το σουγιά χέρι. Μια φορά είχε χτυπήσει το περήφανο στέρνο με το χέρι που κρατούσε το σουγιά. Δώδεκα ράμματα. Δεν το επανέλαβε.
Είπε: "Ουγκ!"
Κι έφυγε, με το σουγιά καλοακονισμένο, γυαλισμένο κι έτοιμο.
Οι άλλοι ηρέμησαν κάπως. Πάντα τους φαινόταν υπερβολικό να τον έχουν ανάμεσα στα πόδια τους, όταν είχαν συνάντηση, αλλά ο Παράφρων τον ήθελε εκεί, στα πόδια του, να παίζει τρίλιζα με κοκκαλάκια από μικρά δάχτυλα φαγωμένων από τα ψάρια της Μεγάλης Θάλασσας. Δεν κέρδιζε πάντοτε, παρ' όλο που έπαιζε μόνος του, αλλά κάποτε ο Νεκροθάφτης είχε πάει να του δείξει πώς παίζουν και παραλίγο να τον πετάξει από το παράθυρο. Δεν το επιχείρησαν ξανά.
Ο Smooth Operator παρουσίασε την ατζέντα:
"Ιούνιο με μέσα Αυγούστου πρέπει να πηδάω τη χοντρή, δε θέλει κόσμο δίπλα, ακουγόμαστε. Χρειάζομαι δέκα ιδιωτικές παραλίες, ένα ελικόπτερο και ένα καινούριο γιωτ, το άλλο προσάραξε, γιατί ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ, άφησε καμιά εξακοσαριά πτώματα φουσκωμένα να κολλήσουν στις ξέρες, χωρίς τσιμέντα στα ποδάρια, και έμπλεξαν στις προπέλες".
Ο Παράφρων έβαλε μια μονογραφή με τη ένδειξη "με εντολή Μου" στο χαρτί. Δεν τον ενδιέφεραν αυτά.
Ο Εγωπαθής σταμάτησε να καταπίνει αμάσητα κάτι μπριζολάκια, για να πει:
"Κι εγώ θέλω να υπογράψω!", αλλά εισέπραξε ένα άγριο γκαλιούρικο βλέμμα και συνέχισε να χλαπακιάζει.
Ο Προδότης, μειλίχια, σχεδόν ψιθυρίζοντας, ξεκίνησε την παραμύθα:
" Ω, μεγάλε Αρχηγέ, έχουμε πρόβλημα.
Ο Εγωπαθής δε μπορεί να σε βοηθήσει σε αυτό κι εγώ είμαι γέρος κι ανήμπορος. Συνωστισθήκαμε πολλοί σε εκείνο το μπουλούκι. Δεν υπάρχει τρόπος Εσύ, με την απέραντη σοφία Σου, να σκεφτείς έναν τρόπο; Αν ο Εγωπαθής πάει στη μπουζού, μπορεί να αρχίσει να τα ξερνάει όλα, δεν είναι ολιγαρκής, σαν τον παπαράκη".
Ο Παράφρων εξετίμησε την προσφώνηση.
Ο σκατόγερος, ο Προδότης, τα έλεγε ωραία, αυτό του το αναγνώριζε.
Κέρδισε την προσοχή του.
Του έκανε νεύμα να συνεχίσει, ρίχνοντας και μια κλεφτή ματιά - με το καλό το μάτι - προς τη μεριά του Εγωπαθούς, ο οποίος τώρα τελείωνε κάτι ταψιά με καναπεδάκια.
"Έλεγα", συνέχισε ο Προδότης, "ότι εγώ είμαι γέρος κι ανήμπορος. Δε μπορώ να βοηθήσω, ίσως όμως μπορώ να φανώ χρήσιμος, με πιο ... παθητικό τρόπο".
Α! το σκατόγερο, κι αυτός πισωγλέντης! Σαν τη δικιά μας την ψιψίνα του Αυγούστου!
Ο Παράφρων το διασκέδαζε. Δεν είχε κολλήματα με αυτά, αρκεί να μη στέγνωνε το σκατό στο πιπί του.
"Με την άδειά Σου, ω Άρχων, παραιτήθηκα από τους Υπεύθυνους. Λίγο ακόμη και ο Εγωπαθής δε θα έβρισκε ούτε το σταυρό της γυναίκας του στο κουτί. Και τότε, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε τον Παναή! Τώρα όμως είμαι ελεύθερος να εξυπηρετήσω τις βουλές Σου από άλλο πόστο. Και, να, σκέφτηκα, μια που δεν τον χρειάζεσαι πια το γιδοβοσκό... Εξάλλου, η θέση θα χηρέψει που θα χηρέψει, ο παλουκοκάφτης ζυγώνει!"
Ο Παράφρων δεν επέτρεψε στον εαυτό του να μειδιάσει εκ νέου στο άκουσμα του παρασύνθετου με το παλούκι.
Δεν ήταν ότι δεν το είχε σκεφτεί το σενάριο. Δεν το έβλεπε όμως ιδιαίτερα θετικά, εξάλλου την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη ουδείς, το 'λεγε και η παροιμία. Ο Προδότης ήταν ο κλασσικός του είδους. Τι θα έλεγε στο Φαύλο, όταν γυρνούσε από το μακελειό; Αλλά, αφού ήταν γεγονός ότι ο γιδοβοσκός ήταν πλέον άχρηστος, ποιον θα έπρεπε να βάλει στη θέση του; Το μαλάκα τον κουστουμάτο, που όλο το έπαιζε μούγκα ιστορία; Ο Παράφρων δεν ήταν ηλίθιος. Ήξερε καλά ότι, εάν η πρόταση που του είχε γίνει να βάλει τον κουστουμάτο στη μεγάλη καρέκλα γινόταν αποδεκτή, τίποτε δεν εμπόδιζε τη Μαύρη Χήρα να του παίξει πισώπλατες βουνίσιες μπαλωθιές, με κανένα από τα μούλικά της. Όχι το γουρλομάτη το Μισάνθρωπο, εκείνος είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα, κι ας έκανε στη χοντροβιτσιόζα. Καν' άλλο μπασταρδάκι.
"Ή και η ίδια", μονολόγησε ο Παράφρων.
"Δε σε κατάλαβα, ω Τρισμέγιστε", ψέλλισε το πουλημένο ανθρωπάριο. Αχ, τι τράβαγε, ο έρμος, με όλους τους κουζουλούς εκεί μέσα.
Ο Παράφρων δε μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει. Δεν διέκοψε τον ειρμό Του, χαμένος στις σάλες της μεγαλειώδους σκέψης Του.
Άρα, δεν το έβλεπε κι αρνητικά. Το Φαύλο θα τονέ ξαμόλαγε κατά κάνα ξερονήσι μεριά, να μην τονέ βλέπει και ο κόσμος να μακελεύει, θα ήταν χαρούμενος και αποτελεσματικός, όπως τις παλιές καλές μέρες. Το Νεκροθάφτη θα έπρεπε να προσέξει λίγο, υπήρχε πρόβλημα με τις κοτσάνες που πέταγε κατά καιρούς, αλλά κι αυτός καρέκλα να του κάθεται το Βγενιώτο πάνω ήθελε. Τον Εγωπαθή θα τονέ κουλάντριζε, έστω και με φοβέρα, και ο γλόμπος και ο αδέκαστος Μπάρας (χα χα, τώρα του ήρθε αυτό το παρατσούκλι για τον Πουλημένο, να του το έλεγε!!). Ο μπούλης φαΐ ήθελε και καρέκλα σα γήπεδο ποδοσφαίρου και μακριά από τη μπουζού.
Τίποτε που δε γινόταν.
Ο Προδότης λοιπόν, ο Προδότης τέρμα πάνω.
Έμενε να πάρει την άδεια της χοντρής.
(ΣτΥ Κάθε ομοιότητα με τυχόν υπαρκτά πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική)
* του Θάνου Αθανασιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου