Ο φίλος μου το είπε όσο πιο απλά μπορούσε:
«Δε μπορώ να κάνω τίποτε, το αφήνω στην τύχη του».
Ήταν δεξιός, σήμερα δεν ξέρω τι λέει κι ο ίδιος στον εαυτό του ότι είναι. Ήταν Μητσοτακικός, ακραιφνής μάλιστα. Και βασιλικούς είχε η παρέα, και μετριοπαθείς και ΠΑ.ΣΟ.Κ.ους.
Κι εμένα είχε, που με λέγανε κουμμούνι – και δεν ήμουν.
Εγώ γελούσα. Ούτε τα φράγκα τους είχα, ούτε τη δύναμη της πλάτης των μπαμπάδων και των μαμάδων.
Εργαζόμουν – και ήμουν και φοιτητής. Κι ο μπαμπάς μου από πάνω γέλαγε, τι τα έκανα τόσα λεφτά που περνούσαν από τα χέρια μου.
Δεν πίστεψα στον κομμουνισμό. Είχα μια σημαδιακή συζήτηση το ’83 με ένα φίλο που σήμερα είναι καθηγητής στην Οξφόρδη. Εκείνος μου είχε αποδομήσει πρώτος το σοβιετικό πρότυπο.
Μου προανήγγειλε τότε, μάλιστα, και την πτώση του κομμουνισμού μέσα στη δεκαετία, όπερ και εγένετο, δηλαδή.
Πάντως εγώ δ ε ν ήμουν δεξιός, ούτε ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος ούτε κομμουνιστής. Αλλά τότε δεν ήξερα και τι ακριβώς ήμουν.
«Αντί» ένιωθα.
Αντιδεξιός, αντιΠΑ.ΣΟ.Κ.ος, αντικομμουνιστής.
Και όλα τα μειονοτικά εξαμβλώματα που διεκδικούσαν να εισπράξουν από τη νεανική μου αντιδραστική στάση, μια αίσθηση μου έδιναν: των παρατρεχάμενων εκβιαστούληδων, οι οποίοι κρέμονταν από το «χαρτί».
Το χαρτί που έκαιγε έναν δεξιό, έναν ΠΑ.ΣΟ.Κ.ο, έναν κουκουέ.
Το χαρτί της βόλεψης.
Όλοι οι ΔΗΜ.ΑΡ.ίτες βολεύτηκαν έτσι, ωραία φάση. Έκανες σκοπό της ζωής σου να πετύχεις το χαρτί που αυτομάτως σε έθετε στη θεσούλα της επιλογής σου. Παλαιά πρακτική και δοκιμασμένη.
Έως τη στιγμή που συνωστίσθηκαν όλα αυτά τα παλικάρια στις θέσεις – κλειδιά και εισέβαλαν οι εκσυγχρονιστές.
Οι εκσυγχρονιστές δεν κρύφτηκαν.
Σε πείσμα και σε αντίθεση με όσα λέγονται σήμερα, κανείς δεν έκρυψε τους σκοπούς του.
Δήλωσαν ευθαρσώς ότι σκοπός τους ήταν η προσωπική τους ευμάρεια.
Όλοι οι εκσυγχρονιστές θέλησαν να γίνουν πλούσιοι και να κυβερνάνε φτωχούς.
Αυτό το πέτυχαν.
Είναι ανόητο να θεωρήσει κάποιος ότι οι σκοποί ήσαν κρυφοί.
Όταν έφτασε να σου λέει ένας παλιός της γενιάς του Πολυτεχνείου: «τέρμα το άσυλο και τα κωλόπαιδα που είναι ‘κει μέσα», δεν υπήρχε κάτι πιο απλό να πει.
Όταν σου την έλεγε κάθε ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος που δεν το βούλωνες μπροστά στα καραγκιοζιλίκια του Σημίτη και τα σκηνικά με τους Γερμανούς και τις μίζες τους, ένα πράγμα ήταν προφανές: Όλοι θα τα έπαιρναν, ό,τι κι αν έλεγες. Όλοι οι ΠΑ.ΣΟ.ΚΟ.οι δηλαδή, γιατί οι δεξιοί τα έπαιρναν λόγω καταγωγής και θέσης.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός, αυτό έλεγα τότε και αυτό λέω ακόμη και τώρα, από να αναζητάς τη σωτηρία του φτωχού στον πλούσιο.
Δηλαδή τι να κάνει ο πλούσιος;
Να σε κάνει σαν κι αυτόν;
Κι αν γίνουμε όλοι πλούσιοι, ποιος θα δουλέψει στα εργοστάσια και τα μαγαζιά, ποιος θα γίνει υπαλληλάκος, ποιος θα γίνει μεροκαματιάρης, ποιος θα στελεχώσει τα σκληρά σώματα ασφαλείας, ποιος θα πάει οικοδομή, ποιος θα γίνει χαφιές, ποιος θα δεχτεί το λάδωμα;
Τέλος πάντων, εγώ κουμμούνι δεν υπήρξα ποτέ, πλούσιος δεν ήμουν, για να είμαι δεξιός (αφού δεν ήμουν χαζοφτωχοδεξιός), ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος δεν έγινα, γιατί με χάλαγε πολύ να κλέβω μπροστά στα μάτια του άλλου και να του τη λέω κιόλας.
Αλλά και από έλλειψη ταυτότητας δεν έπασχα, εν τέλει.
Αφού η συγκυρία και η τύχη μου έδωσε τη δυνατότητα να εξαρτώμαι κατά το δυνατόν ελάχιστα (λέμε τώρα) από τον κρατικό μηχανισμό και απεγκλωβίστηκα και από την υπαλληλική σχέση (στην οποία επίσης έτυχα καλών εργοδοτών), έμεινε σε μένα και η επιλογή του ρόλου.
Επέλεξα να σταθώ απέναντι στους εκσυγχρονιστές.
Αυτοί δεν είναι οι παλαιοί ΠΑ.ΣΟ.Κ.οι, τα γραφικά απολειφάδια ούτε οι κουτοδεξιοί της ΕΡΕ.
Δεν είναι τίποτε άλλο, παρά πλούσιοι με κυνική στάση απέναντι στους φτωχούς: Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλοι λογιζόμενοι ως εργατική δύναμη. Φτωχή εργατική δύναμη, φτηνή εργατική δύναμη.
Ναι, αλλά η αστική τάξη (χα χα, ούτε «sic» δε μπορώ να γράψω!) του Ελλαδιστάν, ούτε τόσο φτωχή ήταν (με τους μαύρους ή κίτρινους όρους), ούτε τόσο εξαθλιωμένη.
Τέλος πάντων, κουρελήδες στους δρόμους δεν έβλεπες, άμα σε σκότωνε κανείς για κάτω από πενηντοχίλιαρο, οι άλλοι φυλακόβιοι τον έκαναν ρόμπα – λογιζόταν ψιλικατζής.
Όταν κάποιος (όλοι δηλαδή) παραπονιόταν ότι «δεν υπάρχει δουλειά, δε βγαίνει το χρήμα», εννοούσε ότι είχε στην άκρη κανά κατοστάρι χιλιάρικα (απεδείχθη ότι, τις περισσότερες φορές, είχε πάνω από πεντακόσια).
Οι εκσυγχρονιστές το γνώριζαν αυτό.
Ήξεραν καλά πού, από πού, πόσα και πώς.
Ήταν σχεδόν γελοίο:
Τα μοίρασαν, ουσιαστικά τα έκρυψαν, τα φύλαξαν στις τσέπες των πολιτών.
Από κει τα παίρνουν τώρα – και παίρνει η μπάλα και κάτι αχρηστους φτωχούς, μηδενικά και ρετάλια, μάζες, για τις οποίες δεν πρέπει να απασχολούν το μυαλό τους και να ξοδεύουν τη φαιά τους ουσία κάτι τύποι σοβαροί και σπουδαίοι και πλούσιοι, όπως ο κυρ – Γιάννης ο στούρνος.
Οι εκσυγχρονιστές έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, αλλά δεν τον ένοιαζε τον κουτό που είχε την τσέπη γεμάτη, με φράγκα που είχε κονομήσει, ένας Θεός ξέρει πώς.
Στ’ αλήθεια, εκείνος ο ανεκδιήγητος, ο Πάγκαλος, αυτό εν τέλει είπε: «Μαζί τα φάγαμε», μεταφρασμένο εις «έφαγα εγώ τα άντερά μου, έφαγες κι εσύ όμως, κάτω από το τραπέζι, επειδή εγώ ήμουν απασχολημένος να τρώω και δε σου έδινα σημασία, καθώς βουτούσες το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι».
Ποιοι όμως αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τον εχθρό μου;
Για να το πω πιο εκλεπτυσμένα, τι θα πει «στέκομαι απέναντι»;
Και εν τέλει, ποιος στεκόταν απέναντι;
Εγώ, ο κανένας, απέναντι στους κυρίους και τις κυρίες της Λέσχης. Φαιδρόν.
Κι έγινε φαιδρότερο.
Διότι δικαιώθηκα, και δη με τον άσχημο τρόπο.
Ήρθε το 2008, έφερε μαζί του τη σκληρότερη περίοδο της ζωής των περισσοτέρων από εμάς. Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι οι γέροντες και η Γενιά του Πολυτεχνείου πέρασαν σκληρότερα, φτωχότερα και πιο «θανατηφόρα». Θα συμφωνήσω για τους πρώτους, θα διαφωνήσω για τους δεύτερους.
Όποιος πολέμησε το ’40, ήταν 20άρης έως και 30άρης. Αυτό σήμερα τον τοποθετεί στις χρυσές εφεδρείες, βρίσκεται δηλαδή στην ηλικία των 90 ετών και πλέον.
Χωρίς να θέλω να παρακάμψω την κρίση περί τη μοίρα του πλήρως ανήμπορου γέροντα, μένω με την εντύπωση ότι το πληθυσμιακό του ποσοστό δεν υπερβαίνει το 0,5% του ελληνικού λαού – και πάλι μιλάμε για τάξη των πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, μια πόλη δηλαδή, εάν έχω δίκιο στην εικασία.
Αλλά μπορεί να είναι και 0,05%, δηλαδή 500 άνθρωποι. Τι διαφορά κάνει αυτό; Καμία, κατά τη γνώμη μου.
Ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες πάλεψαν με μεγαλύτερα θεριά από αυτά που εγώ πρέπει να πολεμήσω.
Ηττημένοι, νικητές, δειλοί και ήρωες, άνθρωποι όλοι.
Σε μια μοίρα, για την οποία άλλη γενιά φταίει, άλλη γενιά αμάρτησε.
Θα ήταν δυνατόν, δηλαδή, να ασχοληθεί κοτζάμ Πρωθυπουργός με ρετάλια, από τη στιγμή μάλιστα που η δική του λεβεντογέννα Πατρίς ώδινεν μόνο δωσίλογους και έτεκεν μόνον δεξιούς;
Αλλά οι άλλοι; Αυτή η Γενιά του Πολυτεχνείου; Αυτά τα φτιαγμένα παιδιά;
Οι ίδιοι άνθρωποι που στελέχωσαν ό,τι βρίσκεται σήμερα γύρω μας;
«Τι να έκαναν», θα αναρωτηθεί – και δικαίως – ο καλόπιστος παρατηρητής.
Μεγάλη και σπουδαία ερώτηση.
Μπροστά στην κατσαρόλα ένας, μόνος του, περιμένει τους άλλους, να φάνε όλοι μαζί;
Όχι πολύ πιθανόν.
Αλλά εδώ δεν έγινε έτσι. Εδώ τα παιδιά παράτησαν την κατσαρόλα, επειδή τεμπέλιασαν, επειδή βαρέθηκαν, επειδή έπαιζαν PS3, επειδή έτσι ήταν πιο εύκολο, πιο ξεκούραστο, βρε αδερφέ.
Κάποιος έκανε το μάγειρα, κάποιος εκσυγχρονιστής.
Οι δεξιοί είχαν το δικό τους τραπέζι, οι κουκουέδες τρώγανε σε τάβλες.
Ήρθε το 2008 και όλοι είπαν «θα περάσει».
Ήρθε το 2009 και όλοι σκιάχτηκαν, επειδή άρχισαν να τρων απ’ τα έτοιμα.
Ήρθε το 2010 και έτρεξαν να βγάλουν τα λεφτά έξω. Τα αποκούμπια. Πενήντα, εκατό εκατομμύρια ο καθένας. Ψιλοπράγματα, για μια ώρα ανάγκης.
Κι άρχισαν να τρέμουν ποιος θα τους τσακώσει.
Και δεν τους τσάκωσε κανείς. Και δεν τους κυνήγησε κανείς. Μόνο που άρχισαν κάτι παράδοξα, τα οποία ενέτειναν μεν το φόβο, αλλά ουσιαστικό αντίκρυσμα δεν είχαν.
Οι δεξιοί έκαναν τη δουλειά τους. Οι ΠΑ.ΣΟ.Κ.οι εξαφανίστηκαν μέσα στο χάος. Οι κουκουέδες καταποντίστηκαν. Εμφανίστηκαν και τα γνωστά κοράκια, οι ΔΗΜ.ΑΡ.ίτες, και συνέχισαν το παλιό τροπάρι με τους εκβιασμούς και τις βολεψιές.
Όλοι εμπλοκή. Όλοι λιγότερα. Όλοι φοβισμένοι. Κάποιοι άρχισαν και να πηδάνε από τα μπαλκόνια. Δεν περίμεναν λίγο, λέω εγώ, να δούνε ότι η ξεφτίλα δεν έχει τέλος, ότι τζάμπα πήδηξαν; Αλλά είναι αλλιώς, όταν χτυπάει τη δική σου πόρτα. Είναι αλλιώς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ο καιρός. Ήρθαν και οι εκλογές, διορθώθηκαν και τα αποτελέσματα, ώστε να επιτευχθεί το ευκταίον, το βούλωσαν και όλοι σχετικά με το ζήτημα, βόηθησαν και οι αλλοπαρμένοι, οι οποίοι τόνωσαν την πεποίθηση ότι η χώρα κατοικείται από ηλίθιους, και φτάσαμε στο σήμερα.
Και σήμερα ο φίλος μου μου λέει ότι δε μπορεί να κάνει τίποτε και ότι το αφήνει στην τύχη του.
Ο παλιός μου φίλος που ήταν δεξιός και σήμερα δεν ξέρει τι είναι.
Εγώ και σήμερα πάντως ξέρω τι είμαι.
Εγώ είμαι αντί.
Αντιεκσυγχρονιστής.
ΑντιΠΑ.ΣΟ.Κ.ος.
Αντιδεξιός.
Αντικουκουές.
ΑντιΔΗΜ.ΑΡ.ίτης δε χρειάζεται να είμαι, αυτούς θα τους φάνε οι δικοί τους, αλλά είμαι και τέτοιο, επειδή έτσι γουστάρω.
Όλοι τον βαριούνται τον εκβιασμό κάποια στιγμή και αυτό το παραμύθι τελείωσε.
Σήμερα εγώ ξέρω ότι η λύση είναι η αντί – θέση, κόντρα στη στάση του φίλου μου.
Ξέρω ότι δεν ωφελεί να περιμένω τον πλούσιο να με ελεήσει, ότι δεν πρέπει να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, επειδή πέντε - δέκα φίλοι μου έτυχε να κάνουν τη στραβή.
Αυτό ήταν παλιά. Τώρα δεν έχει σημασία.
Σήμερα σημασία έχει να πείσω το φίλο μου, να πείσω καθέναν που ξέρω, να πάει να ψηφίσει, να κοπεί η αποχή.
Να πείσω καθέναν που ξέρω, να σταματήσει να περιμένει.
Να τον πείσω να σταματήσει να νιώθει εγκλωβισμένος.
Ξέρω ότι θα βρω χαζούς στο διάβα.
Ξέρω ότι θα βρω κολλημένους.
Ξέρω ότι θα νιώσω μίσος και αντίδραση.
Και δε με νοιάζει.
Γιατί ξέρω ότι έχω δίκιο και ότι αυτή είναι η μόνη λύση.
Υ.Γ. Στα δεκάξι μου, κάποιοι φίλοι μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Frank Zappa. Ο Φρανκ λοιπόν είχε ένα τραγούδι που πολύ μου άρεσε, ανάμεσα στα άλλα: “Don’t eat the yellow snow” είναι ο τίτλος του. Αυτά.
* του Θάνου Αθανασιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου