Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Υπάρχω; *


    Ο φίλος μου έχει νεύρα. Μάλλον σπασμένα νεύρα, παρά νεύρα ακριβώς. Τον καταλαβαίνω, επειδή κι εγώ έτσι νιώθω, έτσι και πολύς κόσμος που «νιώθω».
Ο φίλος μου βλέπει τους κόπους της ενήλικης ζωής του να πηγαίνουν πίσω, να πηγαίνουν στράφι, να πηγαίνουν γενικώς. Προσπαθεί να συνδιαλλαγεί με όρους 2008 και έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε. Το έχω ξαναγράψει κάπου, βρισκόμαστε στο (πλέον) σωτήριον έτος 5 μ.Κ. (μετά Κρίση). Τίποτε δεν είναι ίδιο, τίποτε δεν είναι εύκολο. Ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι δυνατότητές τους. Κάποτε η αργοπορία σήμαινε βαριεστημάρα, σήμερα σημαίνει αδυναμία. Οι Τρύπες το έλεγαν αλλιώς σε ένα παλιό τους τραγούδι, το «Σημαίνοντας Θάνατο». Ακούστε το, θα με θυμηθείτε. Πάλι, ίσως οι μουσικές σας επιλογές δεν συμφωνούν ή τα τρυφερά σας ώτα δε θα αντέξουν το βαρύ ήχο της απάνθρωπης πόλης, όπως τον εννοούσαν οι ποιητές της Σαλονίκης.
Είμαστε όλοι έτσι. Όλοι, εκτός από τους γελαστούς τύπους που έβλεπα στη φωτογραφία – ενσταντανέ από τα έδρανα της Βουλής μεταξύ των συναγελαζομένων ηγετών μας χθες, (πριν ή) μετά την υπερψήφιση του πολυνομοσχεδίου. Εκείνοι δεν τραβάνε κανένα ζόρι, τα ζητήματα έχουν λυθεί. Για τους υπόλοιπους ίσως όχι, αλλά οι ηγέτες μας δεν είναι υπόλοιπα – ούτε απολειφάδια. Εμείς είμαστε – και δεν την παλεύουμε την κάθε μέρα.
«Δι’ ημάς η υπόθεσις εκερδήθη», κατά τη σχετική γελοιογραφία που έγινε και σήμα κατατεθέν των συναδέλφων μου της προηγούμενης γενιάς: Ο δικηγόρος είχε πληρωθεί, ο πελάτης θα περίμενε τη δικανική κρίση.
Ε, μιλώντας δι’ ημάς, η υπόθεσις εχάθη μάλλον. Αυτό βλέπει ο φίλος μου, όταν έχει τις μαύρες του. Κι εκείνες οι μαύρες πάνε και κολλάνε, οι αφιλότιμες, πάνω στην οργή του και στην ανάγκη του να νιώσει ότι «κάτι» γίνεται, ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο. Κι έρχομαι εγώ, σαν Ευριπίδης και Κρέων και Κάφκα και Οπενχάιμερ και Κασσάνδρα μαζί, και τον επαναφέρω στην πραγματικότητα. Στην ίδια πραγματικότητα, από την οποία και ο ίδιος θέλω να ξεφύγω.
Δεν ξέρω πού πάει το πράγμα. Ξέρω τι βλέπω γύρω μου και αυτό είναι παραίτηση, απάθεια, νεύρα, θυμός, τυφλές αντιδράσεις. Δε βλέπω αντίσταση, αντίδραση, πάθος. Ίσως είναι η ημέρα. Είναι, βλέπετε, Παρασκευή και το τραγούδι θα έπρεπε να είναι το “Friday, Im in love

Θα βολευτούμε και με το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη, μου φαίνεται..  

*του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Αναμένουμε*





Μπείτε, αν θέλετε, στη θέση και τη λογική του: Από τη στιγμή που ο διακαής του πόθος έγινε αποδεκτός από τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, ανέμενε τρεις δεκαετίες, έως τη στιγμή που θα ολοκλήρωνε, πρώτα την ανασυγκρότηση της χώρας του (’78-’90), μετά την ένωσή της, έπειτα την εξάπλωσή της(’93-’08), ώστε να επιτύχει, όσα εξαρχής είχε θέσει ως στόχο: τη Μεγάλη Γερμανία.
Δείτε πόσο κοντά βρίσκεται στην επίτευξη του στόχου του: Μέρες ελάχιστες πριν την επανεκλογή της αδελφής ψυχής του, ώστε η εκδίκηση να ολοκληρωθεί. Ναι, ο κύριος Σόιμπλε μισεί την Ελλάδα. Γεννήθηκε μέσα σε ιαχές δόξας και αντελήφθη τον κόσμο του κατεστραμμένο. Μελέτησε, αποδελτιοποίησε και αποφάσισε: για τα δεινά του φταίχτης ήταν η Ελλάδα. Κάθε σοβαρός στρατηγικός αναλυτής θα επιβεβαιώσει ότι, χωρίς την καθυστέρηση της Κρήτης, ο Ρόμμελ θα είχε συντρίψει κάθε αντίσταση. Χωρίς την κίνηση του Μανώλη Γλέζου  και του Απόστολου Σάντα, η Ευρώπη θα είχε απωλέσει το μόνο της όπλο έναντι της γερμανικής υπεροχής: το ηθικό.
Ο Πρώτος Παρτιζάνος της Ευρώπης, κατά την προσφώνηση του Ντε Γκωλ, στάθηκε απέναντι στη σβάστικα και τη νίκησε. Όμως η σβάστικα ήταν το ριζικό του κυρίου Σόιμπλε. Αν εκείνη είχε μείνει στον ιστό, ο σημερινός αγχωμένος μισάνθρωπος και πρωτίστως μισέλληνας, θα ευρίσκετο σε θέση υπεροχής όλη του τη ζωή. Αντ’ αυτού υποχρεώθηκε να ξοδέψει τη ζωή του και να αποδυθεί σε έναν υπέρ πάντων αγώνα για την αναστήλωση του Ράιχ.
Και να που σήμερα όλα έχουν σχεδόν επιτευχθεί. Και να που σήμερα στον ιστό ανεμίζει και πάλι η σβάστικα. Και να που φτάνει ο νικητής. Επιζητεί την πλήρη υποταγή. Οι πόρτες να είναι σφαλιστές. Τα στόματα κλειστά. Οι νοήμονες βουβοί και οι κουτοί έντρομοι. Για ένα πιάτο φαἲ. Για μια δουλειά στη φάμπρικα. Για όλες τις χαμένες μέρες και νύχτες του κυρίου Σόιμπλε.
Είναι πολλά, αυτά που μπορεί να καταλογίσει κανείς στον άνθρωπο αυτό, ένα δε μπορεί να του αμφισβητήσει: τη συνέπεια. Αυτός είναι το όπλο στο χέρι, αυτός και ο Δήμιος. Πώς να αντιμετωπιστεί τέτοιος άνθρωπος; Ποιος να σταθεί αντίκρυ του και να του πει: «σε νίκησα μια φορά, θα σε νικήσω πάλι!»; Ποιος το έχει κάνει, άραγε;
Σύντροφε Μανώλη, είναι μάλλον αστείο να σε προσφωνούμε εμείς έτσι, εμείς που καλά καλά δε σκάσαμε ακόμη από τ’ αυγό μας. Σε γνωρίσαμε προ ελαχίστων ημερών και η ανατριχίλα από τον ελάχιστο συγχρωτισμό παραμένει στο δέρμα μας.
Σύντροφε Μανώλη, είναι τιμή μας που έχουμε εσένα για σημαία, εσένα για ασπίδα, εσένα για όπλο. Ξέρουμε ότι αυτός ο σκυφτός, βουβός, πρόσκαιρα ηττημένος, λαός μας μπορεί να ξανανιώσει το αίμα να κυλάει στις φλέβες του.
 Αν είναι να τολμήσουμε, κάποιος ήρωας θα πρέπει να σταθεί μπροστάρης. Αναμένουμε.

*Κωνσταντίνου Νάκκα & Θάνου Αθανασιάδη 
Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Αντί *



Ο φίλος μου το είπε όσο πιο απλά μπορούσε:
«Δε μπορώ να κάνω τίποτε, το αφήνω στην τύχη του». 

Ήταν δεξιός, σήμερα δεν ξέρω τι λέει κι ο ίδιος στον εαυτό του ότι είναι. Ήταν Μητσοτακικός, ακραιφνής μάλιστα. Και βασιλικούς είχε η παρέα, και μετριοπαθείς και ΠΑ.ΣΟ.Κ.ους. 

Κι εμένα είχε, που με λέγανε κουμμούνι – και δεν ήμουν.

Εγώ γελούσα. Ούτε τα φράγκα τους είχα, ούτε τη δύναμη της πλάτης των μπαμπάδων και των μαμάδων. 

Εργαζόμουν – και ήμουν και φοιτητής. Κι ο μπαμπάς μου από πάνω γέλαγε, τι τα έκανα τόσα λεφτά που περνούσαν από τα χέρια μου.

Δεν πίστεψα στον κομμουνισμό. Είχα μια σημαδιακή συζήτηση το ’83 με ένα φίλο που σήμερα είναι καθηγητής στην Οξφόρδη. Εκείνος μου είχε αποδομήσει πρώτος το σοβιετικό πρότυπο. 

Μου προανήγγειλε τότε, μάλιστα, και την πτώση του κομμουνισμού μέσα στη δεκαετία, όπερ και εγένετο, δηλαδή.

Πάντως εγώ  δ ε ν  ήμουν δεξιός, ούτε ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος ούτε κομμουνιστής. Αλλά τότε δεν ήξερα και τι ακριβώς ήμουν.

«Αντί» ένιωθα.

Αντιδεξιός, αντιΠΑ.ΣΟ.Κ.ος, αντικομμουνιστής. 

Και όλα τα μειονοτικά εξαμβλώματα που διεκδικούσαν να εισπράξουν από τη νεανική μου αντιδραστική στάση, μια αίσθηση μου έδιναν: των παρατρεχάμενων εκβιαστούληδων, οι οποίοι κρέμονταν από το «χαρτί». 

Το χαρτί που έκαιγε έναν δεξιό, έναν ΠΑ.ΣΟ.Κ.ο, έναν κουκουέ. 

Το χαρτί της βόλεψης. 

Όλοι οι ΔΗΜ.ΑΡ.ίτες βολεύτηκαν έτσι, ωραία φάση. Έκανες σκοπό της ζωής σου να πετύχεις το χαρτί που αυτομάτως σε έθετε στη θεσούλα της επιλογής σου. Παλαιά πρακτική και δοκιμασμένη.

Έως τη στιγμή που συνωστίσθηκαν όλα αυτά τα παλικάρια στις θέσεις – κλειδιά και εισέβαλαν οι εκσυγχρονιστές.

Οι εκσυγχρονιστές δεν κρύφτηκαν.
Σε πείσμα και σε αντίθεση με όσα λέγονται σήμερα, κανείς δεν έκρυψε τους σκοπούς του. 
Δήλωσαν ευθαρσώς ότι σκοπός τους ήταν η προσωπική τους ευμάρεια. 
Όλοι οι εκσυγχρονιστές θέλησαν να γίνουν πλούσιοι και να κυβερνάνε φτωχούς. 

Αυτό το πέτυχαν.

Είναι ανόητο να θεωρήσει κάποιος ότι οι σκοποί ήσαν κρυφοί. 

Όταν έφτασε να σου λέει ένας παλιός της γενιάς του Πολυτεχνείου: «τέρμα το άσυλο και τα κωλόπαιδα που είναι ‘κει μέσα», δεν υπήρχε κάτι πιο απλό να πει. 

Όταν σου την έλεγε κάθε ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος που δεν το βούλωνες μπροστά στα καραγκιοζιλίκια του Σημίτη και τα σκηνικά με τους Γερμανούς και τις μίζες τους, ένα πράγμα ήταν προφανές: Όλοι θα τα έπαιρναν, ό,τι κι αν έλεγες. Όλοι οι ΠΑ.ΣΟ.ΚΟ.οι δηλαδή, γιατί οι δεξιοί τα έπαιρναν λόγω καταγωγής και θέσης.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός, αυτό έλεγα τότε και αυτό λέω ακόμη και τώρα, από να αναζητάς τη σωτηρία του φτωχού στον πλούσιο. 

Δηλαδή τι να κάνει ο πλούσιος; 
Να σε κάνει σαν κι αυτόν; 

Κι αν γίνουμε όλοι πλούσιοι, ποιος θα δουλέψει στα εργοστάσια και τα μαγαζιά, ποιος θα γίνει υπαλληλάκος, ποιος θα γίνει μεροκαματιάρης, ποιος θα στελεχώσει τα σκληρά σώματα ασφαλείας, ποιος θα πάει οικοδομή, ποιος θα γίνει χαφιές, ποιος θα δεχτεί το λάδωμα; 

Τέλος πάντων, εγώ κουμμούνι δεν υπήρξα ποτέ, πλούσιος δεν ήμουν, για να είμαι δεξιός (αφού δεν ήμουν χαζοφτωχοδεξιός), ΠΑ.ΣΟ.Κ.ος δεν έγινα, γιατί με χάλαγε πολύ να κλέβω μπροστά στα μάτια του άλλου και να του τη λέω κιόλας. 

Αλλά και από έλλειψη ταυτότητας δεν έπασχα, εν τέλει.

Αφού η συγκυρία και η τύχη μου έδωσε τη δυνατότητα να εξαρτώμαι κατά το δυνατόν ελάχιστα (λέμε τώρα) από τον κρατικό μηχανισμό και απεγκλωβίστηκα και από την υπαλληλική σχέση (στην οποία επίσης έτυχα καλών εργοδοτών), έμεινε σε μένα και η επιλογή του ρόλου.

Επέλεξα να σταθώ απέναντι στους εκσυγχρονιστές.
Αυτοί δεν είναι οι παλαιοί ΠΑ.ΣΟ.Κ.οι, τα γραφικά απολειφάδια ούτε οι κουτοδεξιοί της ΕΡΕ. 

Δεν είναι τίποτε άλλο, παρά πλούσιοι με κυνική στάση απέναντι στους φτωχούς: Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλοι λογιζόμενοι ως εργατική δύναμη. Φτωχή εργατική δύναμη, φτηνή εργατική δύναμη.

Ναι, αλλά η αστική τάξη (χα χα, ούτε «sic» δε μπορώ να γράψω!) του Ελλαδιστάν, ούτε τόσο φτωχή ήταν (με τους μαύρους ή κίτρινους όρους), ούτε τόσο εξαθλιωμένη. 

Τέλος πάντων, κουρελήδες στους δρόμους δεν έβλεπες, άμα σε σκότωνε κανείς για κάτω από πενηντοχίλιαρο, οι άλλοι φυλακόβιοι τον έκαναν ρόμπα – λογιζόταν ψιλικατζής. 

Όταν κάποιος (όλοι δηλαδή) παραπονιόταν ότι «δεν υπάρχει δουλειά, δε βγαίνει το χρήμα», εννοούσε ότι είχε στην άκρη κανά κατοστάρι χιλιάρικα (απεδείχθη ότι, τις περισσότερες φορές, είχε πάνω από πεντακόσια).

Οι εκσυγχρονιστές το γνώριζαν αυτό
Ήξεραν καλά πού, από πού, πόσα και πώς. 

Ήταν σχεδόν γελοίο: 
Τα μοίρασαν, ουσιαστικά τα έκρυψαν, τα φύλαξαν στις τσέπες των πολιτών

Από κει τα παίρνουν τώρα – και παίρνει η μπάλα και κάτι αχρηστους φτωχούς, μηδενικά και ρετάλια, μάζες, για τις οποίες δεν πρέπει να απασχολούν το μυαλό τους και να ξοδεύουν τη φαιά τους ουσία κάτι τύποι σοβαροί και σπουδαίοι και πλούσιοι, όπως ο κυρ – Γιάννης ο στούρνος.

Οι εκσυγχρονιστές έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, αλλά δεν τον ένοιαζε τον κουτό που είχε την τσέπη γεμάτη, με φράγκα που είχε κονομήσει, ένας Θεός ξέρει πώς. 

Στ’ αλήθεια, εκείνος ο ανεκδιήγητος, ο Πάγκαλος, αυτό εν τέλει είπε: «Μαζί τα φάγαμε», μεταφρασμένο εις «έφαγα εγώ τα άντερά μου, έφαγες κι εσύ όμως, κάτω από το τραπέζι, επειδή εγώ ήμουν απασχολημένος να τρώω και δε σου έδινα σημασία, καθώς βουτούσες το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι».

Ποιοι όμως αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τον εχθρό μου; 
Για να το πω πιο εκλεπτυσμένα, τι θα πει «στέκομαι απέναντι»; 

Και εν τέλει, ποιος στεκόταν απέναντι; 

Εγώ, ο κανένας, απέναντι στους κυρίους και τις κυρίες της Λέσχης. Φαιδρόν.

Κι έγινε φαιδρότερο. 
Διότι δικαιώθηκα, και δη με τον άσχημο τρόπο.

Ήρθε το 2008, έφερε μαζί του τη σκληρότερη περίοδο της ζωής των περισσοτέρων από εμάς. Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι οι γέροντες και η Γενιά του Πολυτεχνείου πέρασαν σκληρότερα, φτωχότερα και πιο «θανατηφόρα». Θα συμφωνήσω για τους πρώτους, θα διαφωνήσω για τους δεύτερους. 

Όποιος πολέμησε το ’40, ήταν 20άρης έως και 30άρης. Αυτό σήμερα τον τοποθετεί στις χρυσές εφεδρείες, βρίσκεται δηλαδή στην ηλικία των 90 ετών και πλέον. 
Χωρίς να θέλω να παρακάμψω την κρίση περί τη μοίρα του πλήρως ανήμπορου γέροντα, μένω με την εντύπωση ότι το πληθυσμιακό του ποσοστό δεν υπερβαίνει το 0,5% του ελληνικού λαού – και πάλι μιλάμε για τάξη των πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, μια πόλη δηλαδή, εάν έχω δίκιο στην εικασία. 

Αλλά μπορεί να είναι και 0,05%, δηλαδή 500 άνθρωποι. Τι διαφορά κάνει αυτό; Καμία, κατά τη γνώμη μου.
Ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες πάλεψαν με μεγαλύτερα θεριά από αυτά που εγώ πρέπει να πολεμήσω. 

Ηττημένοι, νικητές, δειλοί και ήρωες, άνθρωποι όλοι.
Σε μια μοίρα, για την οποία άλλη γενιά φταίει, άλλη γενιά αμάρτησε. 
Θα ήταν δυνατόν, δηλαδή, να ασχοληθεί κοτζάμ Πρωθυπουργός με ρετάλια, από τη στιγμή μάλιστα που η δική του λεβεντογέννα Πατρίς ώδινεν μόνο δωσίλογους και έτεκεν μόνον δεξιούς;

Αλλά οι άλλοι; Αυτή η Γενιά του Πολυτεχνείου; Αυτά τα φτιαγμένα παιδιά; 
Οι ίδιοι άνθρωποι που στελέχωσαν ό,τι βρίσκεται σήμερα γύρω μας;

«Τι να έκαναν», θα αναρωτηθεί – και δικαίως – ο καλόπιστος παρατηρητής.

Μεγάλη και σπουδαία ερώτηση. 
Μπροστά στην κατσαρόλα ένας, μόνος του, περιμένει τους άλλους, να φάνε όλοι μαζί; 
Όχι πολύ πιθανόν.

Αλλά εδώ δεν έγινε έτσι. Εδώ τα παιδιά παράτησαν την κατσαρόλα, επειδή τεμπέλιασαν, επειδή βαρέθηκαν, επειδή έπαιζαν PS3, επειδή έτσι ήταν πιο εύκολο, πιο ξεκούραστο, βρε αδερφέ. 

Κάποιος έκανε το μάγειρα, κάποιος εκσυγχρονιστής. 

Οι δεξιοί είχαν το δικό τους τραπέζι, οι κουκουέδες τρώγανε σε τάβλες.

Ήρθε το 2008 και όλοι είπαν «θα περάσει».

Ήρθε το 2009 και όλοι σκιάχτηκαν, επειδή άρχισαν να τρων απ’ τα έτοιμα.

Ήρθε το 2010 και έτρεξαν να βγάλουν τα λεφτά έξω. Τα αποκούμπια. Πενήντα, εκατό εκατομμύρια ο καθένας. Ψιλοπράγματα, για μια ώρα ανάγκης. 
Κι άρχισαν να τρέμουν ποιος θα τους τσακώσει.

Και δεν τους τσάκωσε κανείς. Και δεν τους κυνήγησε κανείς. Μόνο που άρχισαν κάτι παράδοξα, τα οποία ενέτειναν μεν το φόβο, αλλά ουσιαστικό αντίκρυσμα δεν είχαν. 

Οι δεξιοί έκαναν τη δουλειά τους. Οι ΠΑ.ΣΟ.Κ.οι εξαφανίστηκαν μέσα στο χάος. Οι κουκουέδες καταποντίστηκαν. Εμφανίστηκαν και τα γνωστά κοράκια, οι ΔΗΜ.ΑΡ.ίτες, και συνέχισαν το παλιό τροπάρι με τους εκβιασμούς και τις βολεψιές.

Όλοι εμπλοκή. Όλοι λιγότερα. Όλοι φοβισμένοι. Κάποιοι άρχισαν και να πηδάνε από τα μπαλκόνια. Δεν περίμεναν λίγο, λέω εγώ, να δούνε ότι η ξεφτίλα δεν έχει τέλος, ότι τζάμπα πήδηξαν; Αλλά είναι αλλιώς, όταν χτυπάει τη δική σου πόρτα. Είναι αλλιώς.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε ο καιρός. Ήρθαν και οι εκλογές, διορθώθηκαν και τα αποτελέσματα, ώστε να επιτευχθεί το ευκταίον, το βούλωσαν και όλοι σχετικά με το ζήτημα, βόηθησαν και οι αλλοπαρμένοι, οι οποίοι τόνωσαν την πεποίθηση ότι η χώρα κατοικείται από ηλίθιους, και φτάσαμε στο σήμερα.

Και σήμερα ο φίλος μου μου λέει ότι δε μπορεί να κάνει τίποτε και ότι το αφήνει στην τύχη του. 

Ο παλιός μου φίλος που ήταν δεξιός και σήμερα δεν ξέρει τι είναι.

Εγώ και σήμερα πάντως ξέρω τι είμαι. 
Εγώ είμαι αντί. 
Αντιεκσυγχρονιστής.
ΑντιΠΑ.ΣΟ.Κ.ος.
Αντιδεξιός.
Αντικουκουές.
ΑντιΔΗΜ.ΑΡ.ίτης δε χρειάζεται να είμαι, αυτούς θα τους φάνε οι δικοί τους, αλλά είμαι και τέτοιο, επειδή έτσι γουστάρω.

Όλοι τον βαριούνται τον εκβιασμό κάποια στιγμή και αυτό το παραμύθι τελείωσε.

Σήμερα εγώ ξέρω ότι η λύση είναι η αντί – θέση, κόντρα στη στάση του φίλου μου. 

Ξέρω ότι δεν ωφελεί να περιμένω τον πλούσιο να με ελεήσει, ότι δεν πρέπει να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, επειδή πέντε - δέκα φίλοι μου έτυχε να κάνουν τη στραβή.
Αυτό ήταν παλιά. Τώρα δεν έχει σημασία. 

Σήμερα σημασία έχει να πείσω το φίλο μου, να πείσω καθέναν που ξέρω, να πάει να ψηφίσει, να κοπεί η αποχή. 

Να πείσω καθέναν που ξέρω, να σταματήσει να περιμένει. 

Να τον πείσω να σταματήσει να νιώθει εγκλωβισμένος. 

Ξέρω ότι θα βρω χαζούς στο διάβα. 
Ξέρω ότι θα βρω κολλημένους. 
Ξέρω ότι θα νιώσω μίσος και αντίδραση. 
Και δε με νοιάζει. 
Γιατί ξέρω ότι έχω δίκιο και ότι αυτή είναι η μόνη λύση.

Υ.Γ. Στα δεκάξι μου, κάποιοι φίλοι μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Frank Zappa. Ο Φρανκ λοιπόν είχε ένα τραγούδι που πολύ μου άρεσε, ανάμεσα στα άλλα: “Dont eat the yellow snow” είναι ο τίτλος του. Αυτά.


* του Θάνου Αθανασιάδη


Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το Τέλος του Συντάγματος-Το Τέλος της Ζωής*

Μετά τις εκλογές της 14ης Ιουνίου 2012, τα κόμματα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ - που σχημάτισαν την τρικομματική κυβέρνηση της συνέχισης της μνημονιακής πολιτικής που είχε ήδη εφαρμοστεί στη χώρας μας, αριθμούσαν 179 βουλευτές, έναν δηλαδή, λιγότερο από τους 180 που απαιτούνται για τον προσδιορισμό των άρθρων του Συντάγματος προς αναθεώρηση, ώστε στην επόμενη Βουλή ο αριθμός 151 να είναι ικανός για την ψήφιση του περιεχομένου των εν λόγω άρθρων.
Με απλά λόγια, οι 180 θα πουν ποια άρθρα θα αναθεωρηθούν, μετά θα αρκούν 150+1, για να γίνει πράξη η αλλαγή.
Σήμερα, λίγες μόνο μέρες μετά τη δήθεν αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβερνητική πολιτική και το σχηματισμό της νέας μόνον από τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, η δικομματική κυβέρνηση αριθμεί επισήμως 154 βουλευτές, 26 λιγότερους από τους 180 που απαιτούνται για τη Συνταγματική αναθεώρηση.
Πέντε χρόνια πριν, εάν κάποιος οικονομικός ή πολιτικός αναλυτής είχε το θράσος να ξεστομίσει ένα τέτοιο σενάριο, θα έκανε μετάταξη στις χιουμοριστικές εκπομπές της ΕΡΤ. Σήμερα δεν είναι και τόσο αστείο.
Και δεν είναι ποτέ αστείο σε ό,τι έχει να κάνει με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Είναι δυστυχώς δεδομένο ότι η επόμενη δεκαετία θα δεσμεύσει καθέναν από εμάς (πλην των κυβερνώντων) με βάση το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα.
Παρά το ότι η κυβέρνηση φέρεται να μην είναι πλέον τρικομματική, τα κόμματα που συνεργάστηκαν, προκειμένου να υλοποιηθεί η μνημονιακή πολιτική που οι δανειστές της Ελλάδας επέβαλαν, της Κοινωνικής Συμφωνίας συμπεριλαμβανομένης, ανεξαρτήτως εισόδου στη σημερινή Βουλή – εδώ ας θυμηθούμε το δούρειο νόμο Κατσέλη, είναι πολύ σημαντική η αρνητική προσφορά του στη σημερινή παθητική και απαθή στάση των λαϊκών στρωμάτων - συνεχίζουν να αριθμούν 179 βουλευτές. Η μόνη πλέον διαφορά είναι ότι δεν συνδέονται αυτοί οι 179 βουλευτές με τα δεσμά του κυβερνητικού γάμου.
Δεν αποτελεί όμως αυτό εμπόδιο στο να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να εξασφαλίσουν, για το συμφέρον την ευρωπαϊκής προοπτικής της Χώρας μας ως μέλος της Ομοσπονδιακής Ευρώπης, την αναθεώρηση του Συντάγματος σύμφωνα με τα συμφέροντα των ευρωπαίων δανειστών και εταίρων μας.

Μετά τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, την επικοινωνιακή κατάρρευση του success story, το αντιδημοκρατικό φιάσκο με την ΕΡΤ και τον ακολουθούμενο μετασχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης σε δικομματική -με την κατά περίπτωση στήριξη του κυβερνητικού έργου από το κόμμα του κου Κουβέλη (ιδέτε περίπτωση επανεξέτασης Βενιζέλου από την προανακριτική της Βουλής) - επικρατεί στους κύκλους της αντιπολίτευσης η σαθρή και τουλάχιστον απροβλημάτιστη άποψη, σύμφωνα, υπό το κράτος της οποίας εκτιμάται ότι δεν αποτελεί προτεραιότητα της δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά η αναθεώρηση του Συντάγματος. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και άκρως επικίνδυνη, εάν οδηγεί σε έλλειψη προσοχής των παρασκηνιακών κυβερνητικών ενεργειών.
Λανθασμένη διότι η αναθεώρηση του Συντάγματος προς συγκεκριμένη φυσικά κατεύθυνση κατοχύρωσης της μετατροπής της Ελλάδας από ανεξάρτητο ευρωπαϊκό κράτος σε νομική ένωση περιφερειών στα πλαίσια μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης, αποτελεί τον κορυφαίο στόχο των ευρωπαίων δανειστών μας, στόχο που η κυβέρνηση Σαμαρά καλείται να υλοποιήσει με κάθε μέσο, εξασφαλίζοντας και την ποινική ασυλία των μελών των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών από τυχόν [sic] ποινικές ευθύνες.
Επικίνδυνη, διότι η συγκεκριμένης κατεύθυνσης αναθεώρηση που θα προωθήσει η δικομματική, με την τρικομματική στήριξη, κυβέρνηση, φαντάζει και είναι ο μόνος «νόμιμος» τρόπος, ώστε να μην καταστούν ανατρέψιμες οι πολιτικές που μέχρι σήμερα έχει εφαρμόσει κατ΄ επιταγή των δανειστών και να δεσμεύσουν έτσι οι πολιτικές αυτές τα κόμματα που θα κληθούν στη συνέχεια να αναλάβουν την εξουσία, όσο ριζοσπαστικά και αν είναι, ό,τι και αν μέχρι πρότινος υποστήριζαν.

Το δίλημμα που παρουσιάζεται από ορισμένους στους κόλπους των κομμάτων της αντιπολίτευσης για το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να συμμετάσχουν τα κόμματά τους με την ψήφο των βουλευτών τους στη συγκέντρωση του αριθμού των 180 βουλευτών, είναι ψευτοδίλημμα. Τα μνημονιακά κόμματα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, που έχουν αναλάβει το βάρος κατ΄ επιταγήν των δανειστών της «εθνικής σωτηρίας», συγκεντρώνουν ήδη τους 179 βουλευτές και χρειάζονται ακόμη έναν βουλευτή - πιθανόν από το κόμμα της ΧΑ - για να συμπληρωθεί ο αριθμός των 180 βουλευτών που απαιτεί η αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος
Γίνεται φανερό ότι τα περιθώρια παρέμβασης των κομμάτων της αντιπολίτευσης και πολύ περισσότερο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης - που αριθμεί 72 βουλευτές - ώστε να μην συγκεντρωθούν οι 180 βουλευτές, είναι ανύπαρκτα. Η παρούσα Βουλή συγκεντρώνει, με την υπάρχουσα σύνθεση, τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών ώστε στην επόμενη Βουλή οι 151 βουλευτές να επαρκούν για τον καθορισμό του περιεχομένου των υπό αναθεώρηση άρθρων.
Η δικαιολογητική βάση για μια ευρεία συνεργασία 180 βουλευτών με μόνο στόχο την Συνταγματική αναθεώρηση είναι απλή. Οι υπέρμαχοι της συνταγματικής αναθεώρησης θα υποστηρίξουν ότι σε ένα τόσο σημαντικό για την λειτουργία της Δημοκρατίας, την ανασυγκρότηση της Χώρας και της ευρωπαϊκή της προοπτική θέμα, δεν χωρούν αντιπαλότητες του παρελθόντος, μικροπολιτικές σκοπιμότητες και πολιτικοί ρεβανσισμοί.
Επιπροσθέτως, το πιο ισχυρό τους επιχείρημα θα είναι ότι με την συνεργασία 180 βουλευτών αποφασίζονται τα άρθρα που θα αναθεωρηθούν και όχι αυτό καθαυτό το περιεχόμενο των αναθεωρούμενων άρθρων. Το περιεχόμενό τους, θα επισημάνουν, θα αποτελεί αντικείμενο απόφασης της επόμενης Βουλής που θα προκύψει μετά τη μεσολάβηση του εκλογικού σώματος, το οποίο και εν τέλει θα επιλέξει ποιοι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί θέλει να έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, άρα θα καθορίσει μέσω των εκλογών και την κατεύθυνση της συνταγματικής αναθεώρησης.
Στην περίπτωση που τα κόμματα της αντιπολίτευσης «συρθούν» στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που θα ξεκινήσει με πρόταση 50 βουλευτών της κυβέρνησης ακολουθώντας το δρόμο που θα χαράξει η κυβέρνηση, έχοντας κατά νου το δίλλημα 151 ή 180 βουλευτές για τον προσδιορισμό των υπό αναθεώρηση άρθρων, χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση και αντικειμενικά μέσα ενημέρωσης, θα διαπράξουν σφάλμα ολκής με δυσβάσταχτα αρνητικές -μη αντιστρέψιμες- συνέπειες για το μέλλον της Ελλάδας.

Αναλογιζόμενοι την ιστορικότητα των στιγμών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, σε συνεργασία ή κατά μόνας, πρέπει να ανοίξουν τη συζήτηση για το μείζον ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος πριν το ανοίξει επίσημα η κυβέρνηση, με διαφορετική στοχοθεσία από αυτήν της κυβέρνησης και υιοθετώντας εκ διαμέτρου διαφορετική στρατηγική.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει, για το συμφέρον της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους, ξεχνώντας τα σημεία που τους χωρίζουν και σκεπτόμενα μόνο εκείνα που τους ενώνουν, να εργαστούν, να προωθήσουν και να υποστηρίξουν ενώπιων του ελληνικού λαού την μόνη ρεαλιστική λύση ανάκτησης της εθνικής μας ανεξαρτησίας, τη λύση της Συντακτικής Συνέλευσης.
Με τον τρόπο αυτό τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα έχουν, έστω και την ύστατη στιγμή, ενημερώσει τον ελληνικό λαό για το σχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά και τις αρνητικές του συνέπειες, αλλά πολύ περισσότερο θα έχουν διαμορφώσει το πλαίσιο ανατροπής του, παρουσιάζοντας την μόνη εναλλακτική προς την ανάκτηση της Εθνικής μας Κυριαρχίας λύση, τη λύση της Συντακτικής Συνέλευσης.
Δεν ξεχνώ. Δεν συγχωρώ. Δεν σιωπώ.


* Θάνου Αθανασιάδη & Κωνσταντίνου Νάκκα
Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Θα συνταχθείς; *





“We shall go on to the end. We shall fight in France, we shall fight on the seas and oceans, we shall fight with growing confidence and growing strength in the air, we shall defend our island, whatever the cost may be. We shall fight on the beaches, we shall fight on the landing grounds, we shall fight in the fields and in the streets, we shall fight in the hills; we shall never surrender”.

Ο Τσώρτσιλ, μπροστά στο φάσμα της καταστροφής του Β’ΠΠ, είπε τα παραπάνω λόγια:
«Θα φτάσουμε ως το τέλος.
Θα πολεμήσουμε στη Γαλλία, θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και τους ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και σθένος στον αέρα, θα υπερασπιστούμε το νησί μας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Θα πολεμήσουμε στις ακτές, θα πολεμήσουμε στα σημεία προσγείωσης, θα πολεμήσουμε στους αγρούς και τους δρόμους, θα πολεμήσουμε στους λόφους. 
Ποτέ δε θα παραδοθούμε».



Κι εσύ;
Θα συνταχθείς;
Θα πολεμήσεις το Γερμανό; 
Ή θα υποταγείς;
Θα δεχτείς τη μοίρα που αρνήθηκαν οι πεινασμένοι ξυπόλητοι παππούδες σου;
Θα υποταγείς;

Λέγε!!!  Θα υποταγείς;;;;;


*του Θάνου Αθανασιάδη





Διαβάστε Περισσότερα »