Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Κουταμάρες*


Εδώ και αρκετό καιρό ακούγεται ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα "πείραμα" των ισχυρών, μια προσπάθεια να δουν πώς θα αντιδράσουν οι επόμενοι λαοί. Διαδίδεται ευρέως ότι το πείραμα απέτυχε, ότι το παραδέχονται ακόμη και οι εκπρόσωποι των ισχυρών, το ενστερνίζονται οι πάντες, α λ λ ά  η δική μας Κυβέρνηση κωφεύει και εμμένει σε καταστροφικές πολιτικές, επειδή ....

Επειδή τι;

Επειδή αυτό της υπαγορεύουν αυτοί που παραδέχθηκαν το σφάλμα τους; 

Επειδή η μεταρρύθμιση έπρεπε να γίνει, ούτως ή άλλως;

Επειδή η γάτα έχει ένα αυτί;


Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι πείραμα δεν υφίσταται, εφαρμογή έχουμε του μοντέλου του αμερικανικού κραχ του 2007, απλώς σε μας και τους άλλους, εξίσου άτυχους με μας, γίνεται εντός της σπουδαίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και φαντάζει παράδοξο, με το ευρώ να πιάνει (έως και) το ενάμισυ δολλάριο.

Όσοι εμμένουν να "πιάνουν" την καλή είδηση ανάμεσα στις τόσες κακές, εθελοτυφλούν.

Όσοι εμμένουν να σκέπτονται ακόμη την επανάσταση που δε θα έρθει, μπαίνουν στο καλούπι που χρειάζεται η Κυβέρνηση, για να συνεχίσει.

Όσοι μιλούν για "ατιμωρησία", ας σκεφτούν ότι ο νόμος που θα τιμωρήσει τους κακούς, φτιάχτηκε από τους ίδιους, οπότε ακούγεται (έως και) ηλίθιο να μιλάει κάποιος αντιπολιτευόμενος για "παρανομίες".

Οι Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό τα κουτσοκαταφέρνουν. 
Λίγα έχουν να πουν για τη ζωή τους εκεί, αφού βλέπουν τη δική μας κατάντια εδώ, κατά τις ολιγοήμερες επισκέψεις τους στη χώρα των διαλυμένων. 
Υποστηρίζουν όμως κάτι, και τούτο δεν είναι κουβέντες από γκασταρμπάιτερ:

Οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν περνάνε καλύτερα από εμάς.

"Εκείνοι είναι συνηθισμένοι" θα πει κάποιος.
Όχι, κανείς δεν είναι "συνηθισμένος" στην κακοπέραση.
Είναι συνηθισμένος στο να ζει πειθαρχημένα  - έστω και άσχημα.

Εδώ το μεγάλο στοίχημα δεν ήταν πώς θα πάρουν πίσω οι δανειστές τα λεφτά τους και άλλες τέτοιες εύσχημες δικαιολογίες, επειδή "τα λεφτά τους" πανωτόκια και μίζες ήταν και είναι (αυτό ταιριάζει λίγο στην έννοια "παράνομο χρέος", υπό το κράτος της λογικής ότι δεν υπήρχε προηγούμενη ρύθμιση για το τι θα συνέβαινε εάν στράβωνε τόσο το αμερικανικό οικονομικό σύστημα.

Εδώ το μεγάλο στοίχημα ήταν και παραμένει πώς θα πετύχει κάποιος, διατηρώντας τρυφηλές απολαύσεις και μαύρη παραοικονομία, να διαμορφώσει έτσι τις κοινωνικές παραμέτρους, ώστε καθένας να κοιτάζει σιωπηλά την πάρτη του, να αφήνει τους ανερχόμενους τυραννίσκους να ποδηγετούν τη βούληση των πολλών, ώστε κάθε οιονεί δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης να φαντάζει διεφθαρμένο, παρωχημένο, ξεπερασμένο, ανεδαφικό, κουραστικό εν τέλει, και άχρηστο.

Κάτι σαν κι εκείνο που είπε ο κύριος Πρόεδρος της Ψωροκώσταινας, σε ελεύθερη μετάφραση:
"Δε φεύγω, θα υπογράφω, κανονίστε να μη μου πάρουν την καρέκλα και μη με σκοτίζετε και πολύ".

Γιατί να ειπωθεί έτσι, και αυτό και το προηγούμενο που είπε, γιατί να υπάρχει τόση παραφιλολογία, η οποία μόνον ήρωα δεν κάνει έναν Πρόεδρο, ειδικά τώρα στα τελειώματα;

Ναι, αλλά τι είναι καλύτερο;

Ας δούμε το σενάριο:
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι κατευθυνόμαστε προς μια μορφή μοναρχίας, η οποία θα γίνει ολοένα και πιο αρεστή στους πολλούς, αφού οι πολιτικοί "είναι τομάρια και πουλημένοι", αφού οι διάφορες θεωρίες των δύο άκρων πρεσβεύουν, υποδεικνύουν και καταδεικνύουν ακριβώς ότι:
Κατ' αρχήν  υ π ά ρ χ ο υ ν  δύο άκρα, ενώ 
Κατά δεύτερον είναι ζήτημα γούστου αν θέλεις να ανήκεις στο δεξιό ή στο αριστερό.

Ναι, αλλά αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα και φοβίζουν τον κοσμάκη!

Ο κοσμάκης σκέφτεται πώς θα περάσει η ζωούλα, όχι κόντρες και επαναστάσεις, ούτε ξύλο στους δρόμους θέλει, ούτε φονικά.

Η πεφωτισμένη εξουσία υπερβαίνει αυτά τα τετριμμένα και εκφοβιστικά φαινόμενα.
Ούτε κομμουνιστές, ούτε φασίστες.
Βασιλικοί και αυλικοί.

Αυλικός συνεπάγεται πειθαρχία και χαρά.
Σημαίνει χωσία, Σουλεϊμάν και Χουριέμ, δολοπλοκία και ανέλιξη, πάντοτε υπό τη σκέπη του ισχυρού.
Σημαίνει ότι επιτέλους, θα μπορούμε να ξαναζήσουμε στιγμές χλιδής και κολακείας.
Σημαίνει τέλος στην υπερφωταγώγηση των ρόλων των τραπεζιτών, αφού εκείνοι ανέκαθεν αρέσκοντο σε σκοτεινές κινήσεις.

Σημαίνει το μέλλον που ευαγγελίζονται και προωθούν όλες οι ΜΚΟ και οι ΠΟΘΟ (Πρέσβεις Όποιας Θέλησης Ορέγεσαι).
Αλήθεια, είναι δυνατόν να μη θέλει κάθε "Τέως" να μην ξανακερδίσει το θώκο;
Είναι δυνατόν να έχει ξεχάσει τις μέρες της Δόξας;
Είναι δυνατόν να έχει φίλους τραπεζίτες, παπάδες, βιομηχάνους και να θέλει να αφήσει την Τύχη που του χτυπάει την πόρτα;
Είναι δυνατόν να μην ξέρει κάποιος από ποιου το χωριό είναι ο κύριος Τόμσεν;

Χούντα, Δημοκρατία ή Βασιλιά;
Κάποτε είπες όχι.
Σήμερα το λες;

Μήπως εκεί βρίσκεται ο σκοπός των σημερινών τυράννων σου;
Θα το μάθουμε εμείς ή τα παιδιά μας, μετά τα τρίχρονά μας;

Αλλά αυτά είναι κουταμάρες.

*του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Τζιτζίκια και κουνέλια*



Φοβάσαι και δουλεύεις σαν το σκλάβο, με όσα και να 'ναι, για όσα κι αν σου δώσουν, χωρίς αργία, χωρίς ρεπώ, χωρίς ασφάλεια, χωρίς προοπτική σύνταξης και αξιοπρεπών γηρατειών.

Φοβάσαι τους δυνατούς, τους πλούσιους, τους ελάχιστους που σε κουμαντάρουν μέσα από την τηλεόραση.

Φοβάσαι και κάνεις πίσω για πέντε μήνες μεροκάματο, μέσα στο κατακαλόκαιρο, χωρίς να σκεφτείς ότι κάποιος είχε αυτή τη θέση, κάποιος χρειαζόταν να κάνει αυτή τη δουλειά που κάνεις εσύ τώρα, αλλά είναι απολυμένος, σε διαθεσιμότητα, σε αργία, σε κανά κλαρί κρεμασμένος.

Φοβάσαι και κοιμάσαι και πετάγεσαι πιο τρομαγμένος από τους εφιάλτες σου ότι σκοτώνεσαι σε κάποιο χαράκωμα, χωρίς όπλο, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς αξιωματικό, πουλημένος από αυτούς που σε στείλαν σε σίγουρο θάνατο.

Φοβάσαι και γκρινιάζεις σιωπηλά, ψιθυριστά, κοιτάς τη δουλίτσα σου και αφήνεις τους άλλους να κάνουν ό,τι γίνεται, αν γίνεται κάτι. 
Και δεν υπάρχει κανείς, και δε γίνεται τίποτε.

Φοβάσαι, επειδή ξέρεις ότι δεν είσαι ήρωας, δε γεννήθηκες ήρωας, ούτε θα γίνεις ήρωας, επειδή έκατσε η στραβή τώρα.

Φοβάσαι, επειδή βλέπεις ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια σου ότι δεν υπήρχε ποτέ ελπίδα, ότι πάντοτε μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ότι απλά έτυχε κι έγινε τώρα, ότι πάντοτε θα μπορεί να συμβεί το ίδιο, ότι είσαι χαμένος από χέρι.

Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο.

Καλά κάνεις και φοβάσαι. 
Όσο σε αφήνουν, λιάζεσαι.
Αλλά, όταν σε συμπιέζουν, πατικώνεσαι.
Όσο σε λιώνουν, συνθλίβεσαι.
Βλέπεις αίμα και λιγοθυμάς.
Και ξεχνάς εύκολα, ρε ανθρωπάκο.
Πολύ μούσι και μαγκιά και "ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;" στην παραλιακή, αλλά, κατά τα λοιπά, τζούφιος ήσουν και είσαι.

Και μόνο με κόλπο ξαναμπαίνεις στο παιχνίδι.
Αλλά τι κόλπο να σκεφτείς, βρε τενεκέ;
Με τι μυαλό;
Με τι δυνατότητα;
Με τι εμπιστοσύνη;

Ξέρεις, λένε ότι του Χίτλερ η τρέλα από κάτι δουλάκια σαν κι εσένα ξεσπάθωσε. Έβλεπε ο ζουμπάς ότι ψαρώνατε και είπε να σας σβήσει από το χάρτη. 
Και παραλίγο να του πιάσει κιόλας, εδώ είναι η πλάκα. 
Ίδια φάρα σε λιώνει και τώρα, μόνο που τα ντόπια αποβράσματα είναι πιο λάιτ. 
Αλλά συ συνεχίζεις να φοβάσαι ότι θα σε σφάξουν σαν κουνέλι. 

Και κάνεις πίσω.

Για να δούμε όμως, κουνελάκι, τι κόλπο θα πιάσει για να γίνει η δουλίτσα σου, χωρίς αίματα κι ηρωισμούς, συνεχίζοντας να παίρνεις το μισθουλάκο σου, χωρίς να δουλέψεις για να πετύχεις κάτι, χωρίς να κλείσεις την τηλεόραση, χωρίς να σηκωθείς από το καναπεδάκι, χωρίς να σε καταστρέψουν τα ταγάρια. 
Να διατηρήσεις κι ένα επίπεδο, φυσικά.

Για να δούμε πώς σου φαίνεται αυτό το κόλπο που θα σου προτείνω παρακάτω:

Ψάξε για την εργατική τάξη, τα κορόιδα που θα σου κάνουν τη δουλειά, θα ξεχυθούν στους δρόμους, θα ορμήξουν στους δημίους σου και θα σε σώσουν, να τους ξαναβάλεις μετά στο μεροκάματο κι εσύ να κάαααθεσαι. 
Πώς σου φαίνεται;

Ουπς! Συγγνώμη, κουνελάκι, δε νομίζω ότι υπάρχει εργατική τάξη πλέον. 

Ξέρεις, μωρέ, τι έγινε; όταν βολευόσουν με τους αλβανούς στην αρχή και τα πάκια στη συνέχεια, όταν τους έβαζες στην οικοδομή μαύρους και ανασφάλιστους και μετά τους φούνταρες στο πατρίντα, βρέθηκαν κάτι ξύπνιοι και είπαν να τους ελληνοποιήσουν, να τους ασφαλίσουν υποχρεωτικά και να τους κάνουν τυφλά υπάκουους ψηφοφόρους του πολιτικού αφεντικού τους. 

Τώρα ο πιο ακλόνητος γενίτσαρος του γκαλιούρη είναι το αλμπανό που κορόιδευες. 
Ψηφίζει κι έχει και ταυτότητα και έχει βγάλει όλο το χρήμα στο Αλμπάνια. 
Είκοσι χρόνια είναι πολλά, βλέπεις. 
Πάει αυτό το κόλπο, κρίμα.

Και μη μου πεις ότι τόσον καιρό δεν είχες απορήσει καθόλου πού πήγαν οι ηλίθιοι τα κουμούνια, να σε σώσουν και να νταγλαριάσεις για άλλη μια εικοσαετία, δε θα σε πιστέψω! 

Να πού πήγανε, πονηρούλη χωριάταρε, γίνανε εργολάβοι! Και οι εργολάβοι δεν είναι γι α επαναστάσεις κι αίματα, είναι κολλητοί του αφεντικού.

Άλλο κόλπο τότε, και συγγνώμη που σου έφαγα το χρόνο με τα κουμούνια, αυτά πάντοτε άχρηστα ήταν, τι να λέει τώρα.

Να στραφείς στους πρασινοφρουρούς τους κολλητούς σου, να διώξετε το Βαγγέλα το χοντρό και να γυρίσετε πίσω το μάγκα τον... έλα ρε πώς τονέ λένε, τον έτσι, αυτόν που μπορούσε τότε, που έσωσε κοσμάκη, ρε, που διόρισε αβέρτα κουβέρτα και με καλά λεφτά, ρε, έλα ρε πώς τονέ λένε, Α!!! τον Άκη! Ναι, τον Άκη, που έχασε για το τίποτε την αρχηγία από το μαλάκα τον καράφλα, ρε!! 
Αυτός μπορεί να σώσει τη φάση, μαζί με το χοντρό που τα τρώγατε όλοι μαζί, 'ντάξ' κείνος λίγο πιο πολλά, συ λίγο πιο λίγα, αλλά κείνος ο χοντρός ήταν τσαούσης ένα πράμα και ήξερε να τη σώζει τη φάση, ε; Να χωθεί και ο λουμπινέρδος και η Αννούλα η κόφα και να ξαναματαγίνει ωραία η φάση! 

Αλλά κι αυτά τα ζούδια έχουν πάει κι έχουν χωθεί στη στενή, στη φαρδιά, τη φαιδρή, τη μαύρη, στους κολλημένους. Μόνον την πάρτη τους κοιτάνε, κι εσένα, κουνελάκι, δε σε βοηθάνε. Δηλαδή, ειδικά ο Άκης, θα σε βόηθαγε να το ψιλοσώσεις, ειδικά με μια απονομή χάριτος από το γιδοβοσκό, αλλά, μπα, πού τέτοια ελπίδα, αφού αυτός υπογράφει και στον ύπνο του, ό,τι του δώσουν. 

Και μετά θα μοιραζόσασταν τα μερτικά από τα μαύρα τα μισοβουλιαγμένα και θα ερχόταν πάλι η ωραία φάση και θα σας έβλεπε ο δίκαιος ο νοητός να λιάααζεστε με τη Τζένυ να κερνάει ποτά στην πισίνα και τον Πέτρο να γαμάει τις γυναίκες σας με λάιφστάιλ τρόπο (όχι σαν τον άπλυτο λεχρίτη που πήδηξε μόνον τις μισές, κι αυτό όσο το' παιζε κουμούνι, τώρα δεν του κάνει πια κούκου και κλέβει τα μπλε από τις τσέπες του κουνέλη).

Αλλά πού, σιγά, δεν πιάνει αυτό το κόλπο, επειδή κι αυτά τα παιδιά είναι μέρος του κόλπου και ξυπνήσαν κι οι χωριάτες και δεν υπάρχουν και τα κουμούνια να κάνουν ζάφτι τους ηλίθιους και μετά να κάααααθεσαι.
Πάλι συγγνώμη, πάλι λάθος. 

Τι έμεινε;
Ξέρω 'γω; 
Οι δεξιοί, να πούμε;
Οι καλοί, οι κολλητοί του σιωπηλού πακμανάκια.
Οι άλλοι, οι καρακεντρώοι της ντορίτως και του μπαμπά της και του γιου της κι όλου της του σογιού, ένα πράμα.
Αλλά διάβασε τι λέει, περιχαρής που ψοφάς σαν το σκουλήκι που είσαι. 
Για διάβασε, ντε. 
Μη φοβάσαι, δεν πειράζει στα μάτια, έχεις άλλο πράμα να σε τυφλώσει.

Λοιπόν, μάλλον κόλπο για την επιστροφή δεν υπάρχει. 
Τι υπάρχει;

Η πολύ καλή προοπτική να ψοφήσεις και να μας αφήσεις ήσυχους.
Να ψοφήσουμε κι εμείς και να πάει το μαγαζί να γίνει και πάλι δυτική επαρχία της νέας μεγάλης του οθωμανικού αυτοκρατορίας.
Ή να έρθουν τα παιδιά με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες να σου τη λένε με ράους και γρήγορα.

Μια χαρά σερβιτόρα σε κόβω, θα έχεις κι αυτό το βλαμμένο δουλοπρεπές ύφος και θα σε χαζεύουν τα καλά παιδιά με τις κουκούλες και θα λένε "κοίτα ένα μαλάκα που φοβόμανε να τον ξεκάνω από πιο πριν".

Αλλά!!! Υπάρχει και αλλά.

Αλλά παίζει και να 'χεις θυμώσει που την ακούς τώρα από τον κάθε ξενέρα - αυτός είμαι εγώ, εσύ είσαι σπουδαίος.

Αλλά παίζει και να στύβεις το ελάχιστο εναπομείναν μη αποβλακωμένο μυαλουδάκι σου - που νόμιζες ότι προέρχεται απευθείας από τους αρχαίους ημών προγόνους - να προσπαθείς να σκεφτείς πώς θα καταφέρεις να αποτινάξεις το κάθε ρεμάλι που σου τρώει το σκώτι το βράδυ, περιμένει να έχει θρέψει ως το πρωί, για να στο ξαναφάει.

Αλλά παίζει να βαρέθηκες να κάαααθεσαι και να ψοφάς αργά και μελετημένα και να σε δουλεύει ο κάθε Άδωνις και Αdώνης και να στη λέω κι εγώ που βράζω λίγο πολύ στο ίδιο καζάνι. 

Αν αποφάσισες ή το ψήνεις να παίζει και ένα από τα παραπάνω, άκου τι προτείνω, πέραν της πλάκας που σου κάνω, επειδή το τραβάει ο οργανισμός σου, χαζούλη:

Μάλλον έχεις καταλάβει ότι τέτοιο ψοφίμι που είσαι, δεν είναι δυνατόν να κάνεις και πολλά. Κοίτα όμως που μπορείς να κάνεις ένα: να φορτώσεις τους δικαστές με το βάρος της ευθύνης τους.

Κατοστάρικο το παράβολο της μήνυσης; 
Μαζέψου με άλλους ενενήντα εννιά και κάντε μία. 
Δε θέλει και πολλή σκέψη, ένα ευρώ θέλει και εκατό νοματαίους αστέρια, σαν και του λόγου σου.
Πάτε κι οι εκατό να την καταθέσετε.
Όχι πολλά λόγια, όχι δικηγόρους και ιστορίες, απλά πράματα, καθημερινά. 
Εκατό να λένε ότι δεν πάει άλλο και να το ερευνήσει ο κυρ - Εισαγγελέας και να το πάει στο δικαστή να το δικάσει.
Τι νομίζεις ότι είναι που σε σκοτώνει;
Ποιος νομίζεις ότι κάνει τη σκάτζα;
Ποιος σου φταίει;

Και μη γράψεις κατά του υπαλληλάκου, γράψε κατά της υπουργάρας που σε δουλεύει.

Γράψε ό,τι θες, ό,τι ακούς ότι γίνεται και νομίζεις ότι είναι μάλλον παράλογο να ισχύει, αλλά να που ισχύει.

Στο αμέρικα με τις ιμπεριάλες που πίνουν το αίμα των λαών υπάρχει μια έκφραση (έλα μπρε, το λόουερ το πήρες, έστω το αντβάνστ, ε; Γκούγκλαρέ το εν ανάγκη!) 
Λέγεται urban myth
Αυτό είναι ένα πολύ παράξενο πράμα, έχει και δόντια και ποδάρια και κεραίες, αλλά συνοψίζεται στο εξής: 
Πολλοί άνθρωποι ξέρουν το κατιτίς τους ο καθένας, αλλά κανένας δεν αντιλαμβάνεται και δεν μοιράζεται τη μεγάλη εικόνα με τους διπλανούς του, ώστε να γίνει αυτή κατανοητή, τζιμάνι μου - και μην περιμένεις την μεγκαλοτρεμουλιάρα να στη συνθέσει.

Ξέρει, για παράδειγμα ένας ότι τα παίρνει ο τάδε, ένας άλλος ξέρει ότι αυτός ο τάδε είναι κολλητός κουμπαρομπατζανάκης με το δείνα, ένας τρίτος ξέρει ότι μια μέρα οι δύο αυτοί πήγαν ένα ταξίδι σε μεγάλη πόρτα και γύρισαν με σακούλες γεμάτες σκατά, συγγνώμη, λεφτά. 

Ε, ωραία, και πού τα βρήκαν δηλαδή;
Και γιατί, ενώ πριν έσκουζαν κατά του βάρβαρου ιμπεριαλιστικού καπιταληστρικού καραβρώμικου κατεστημένου, σήμερα το βουλώνουν;

Έχεις το χαφιέ, κατάλαβες;
Έχεις τον πουλημένο!
Έχεις το τομάρι που στην παίζει πισώπλατα τη μπαλωθιά.

Αλλά είσαι χέστης και δε λες τίποτε και δεν το μαθαίνει και ο παραδίπλα και δε συμβαίνει τίποτε, δεν τρέχει κάστανο, δε μαθεύεται από κανέναν, δεν γίνεται ρόμπα κανείς.

Ε, για κάνε καμιά κουβεντούλα.
Για πες το μυστικό, το κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη.
Για άνοιξε το στοματάκι, να φανεί το τελευταίο χρυσό δοντάκι, που το 'χες καμάρι από τότε που άκουσες τη Λουντμίλα να σε λέει "κιμπάρο άντρο".

Και για πάαινε στου κυρ Εισαγγελέα, μαζί με άλλους 99, να δεις τα μπαλόνια να πετούν.

Κάντο αυτό εκατό φορές να γεμίσει χαρτούρα το μαγαζί. Όλα, με ονόματα, με φάσεις, με καταστάσεις, με συγγενολόγια, με κρυφές ύπουλες συναντήσεις, με λαμογιές, τα πάντα όλα.

Από πάνω μια γραμμή:
Αναφορά προς τον κύριο Εισαγγελέα 

Από κάτω εκατό ονόματα.

Παρακάτω τα μυστικά, ταιριασμένα, όσο γίνεται.

Κι από κάτω, μια αθώα κουβέντα:
"Εμείς δεν ξέρουμε κυρ Εισαγγελέα, αλλά εσείς, που είστε μεγάλος και σπουδαγμένος, δεν το κοιτάτε; Λίγο παράξενο κάνει".

Ούτε "σκίστους, σφάχτους, λιάνισέ τους, ούτε στόμφους και εκφράσεις βλακώδους μεγαλοπιασίματος περί το δράμα σας. 
Απλά πράγματα, όπως τα ξέρετε σεις οι εκατό.


Μην περιμένεις να γίνει κάτι αμέσως.
Χρόνο όμως έχεις, φαΐ και λεφτά δεν έχεις.
Χρόνο που δεν χρησιμοποιείς, όσο περιμένεις να σωθείς από τον από μηχανής Θεό.

Αλλά η πληροφορία έχει αξία.
Πολλές φορές, εκεί που δε σου πάει ο νους εσένα, του πάει τ' αλλουνού.
Κι όταν φτάσει στ' αυτιά του δικαστή, ίσως αλλάξει το πράμα.

Και να σου πω και κάτι; Αν το γκρινιάζει ένας και άκυρος, γίνεται γραφικός και συνομωσιολόγος και παλαβιάρης και όλα τα καλά.

Αν το πεις εσύ και οι φίλοι σου οι χαμένοι, οι νοικοκυραίοι, αλλιώς ακούγεται, έχει πιο πολύ βάρος - κάτι σου κρέμεται, μη νομίζεις, αλλά έτσι είναι. 
Είσαι .... σεβαστός βλαξ, κατάλαβες;

Αλλά μιλώντας για τους δικαστές και την  - και καλά - επιφυλακτικότητά σου προς την περιπτωσή τους, μη νομίζεις ότι όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, και προπάντων μη νομίζεις ότι εκείνη, η λεγόμενη Τρίτη Εξουσία, είναι και πολύ ευχαριστημένη με όσα κάνει η ηγεσία της, ή της αρέσει να καταπίνει με τα κοτσάνια όσα της επιβάλλουν τα τομαράκια, οι πολιτίσιανς.

Εμείς που τελειώσαμε τη Νομικήν, δεν πολυγουστάρουμε το δούλεμα, άλλο αν δε μας δίνεται η ευκαιρία να το αποδείξουμε πάντοτε, θέλουμε και τη βοήθεια του κοινού.

Κουβεντούλα και μηνυσούλα, τι λες;

Δες το κι αλλιώς, τι έχεις να χάσεις;

Δες το και παραλλιώς, πώς θα πάρεις το αίμα σου πίσω;

Και σόρρυ για το απρεπές λεξιλόγιο, ε;
Αλλά πού ν' μάθεις τι μου είπε ένας φίλος για πάρτη σου. 
Κοκκινίζω και που τα σκέφτομαι.
Οπότε πάλι λίγα άκουσες.

Άντε, βρε, τα λέμε!
Στο νεκροταφείο ή στα δικαστήρια.

*του Θάνου Αθανασιάδη






Διαβάστε Περισσότερα »

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Εγώ, ο δικηγόρος *


... δεν προσπαθώ να κλέψω τον τίτλο του Παπινιανού. Απλά ο άνθρωπος τον πρόλαβε.
Αλλά πάντοτε με γοήτευε η ιδέα ότι θα γράψω ένα κείμενο που θα τιτλοφορείται έτσι.

Θα ήθελα να γράψω "Εγώ, ο πιλότος". 
Πιο πολύ με γοήτευε αυτό.

Αλλά το παιδικό μου όνειρο διαλύθηκε στις 12 Αυγούστου του 1983, και περί ώρα έκτη απογευματινή, όταν πληροφορήθηκα ότι πάσχω από μυωπία.

Έκτοτε έμεινε ο ο νόμος να με γοητεύει. Και η μουσική. Και τα βιβλία. Και οι ωραίες γυναίκες. 
Και όλα τα παραπάνω, μυστήρια μείζονα εισίν.
Και όλα τα κατέκτησα, έλεγα στον εαυτό μου. 
Μετριόφρων, έως του αναγκαίου, ξέρετε.

Και λίαν προσφάτως έστρεψα τα όμματά μου και προς την κατεύθυνση των αρχέγονων ενστίκτων, το ψάρεμα, την επαφή του θύτη με το θήραμα, σε ευθεία γραμμή.

Το μήνα Οκτώβριο του 2013 έγινα ψαράς. 
Ερασιτέχνης, αλλά με προοπτικές.

Και δεν το συνδύασα. 
Δεν τα συνδύασα έως χθες.
Αλλά τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας. 

Της πραγματικότητας του δικηγόρου.

Ξέρετε, εμείς οι δικηγόροι είμαστε παραγωγοί, όσο και προϊόντα της αστικής τάξης. 
Γνωρίζουμε το νόμο που το εκάστοτε δημοκρατικό καθεστώς μας παραδίδει "προς χρήση". 
Δηλαδή, άλλοι αποφασίζουν ποιος είναι ο νόμος και άλλοι κρίνουν με βάση το νόμο. 
Εμείς κάνουμε τη λάντζα, πηγαίνουμε από τον ένα στον άλλο.

Σχηματικά αν το δει κανείς, φανταστείτε έναν τύπο που τον αγαπάνε πολλοί και τον εκλέγουν με τη ψήφο τους περισσότεροι. 
Αυτός γίνεται βουλευτής, όποια δουλειά κι αν έκανε πριν. 
Αυτός στη συνέχεια πηγαίνει στη Βουλή και μαζί με άλλους, εξίσου αγαπητούς, σαν και τον ίδιο, αποφασίζουν ότι κατάλαβαν τι ήθελε ο κόσμος που τους έκανε βουλευτές, το λόγο δηλαδή. 

Λόγοι υπάρχουν πολλοί, πράγματα που να θέλει ο κόσμος από τους αγαπητούς βουλευτές, οι οποίοι είναι κι οι εκάστοτε περισσότεροι, σημειωτέον, η πλειοψηφία, σαν να λέμε:

Να, ένα που μου ήρθε στο μυαλό τώρα δα! 
Ο κόσμος θέλει να δώσει τα λεφτά που του κρατούσαν κάθε μήνα από το μισθό του στις "αγορές". Δεν έχει τρόπο να το κάνει ο ίδιος, οπότε οι αγαπητοί του κι εκπρόσωποί του πάνε και βγάζουν ένα νόμο που να λέει "θα πάρουμε τις οικονομίες που έχουν κρατηθεί για τα γεράματα του κόσμου και θα τις δώσουμε στις αγορές, για να σωθεί η Εθνική Τράπεζα, που έχει κίνδυνο να πτωχεύσει". 

Ή, σκέφτεται ο κόσμος: 
"Ποιον τρόπο έχω να δώσω εγώ τα λεφτά που χρωστάνε οι φίλοι και συνάνθρωποί μου, οι βιομήχανοι;" 

Οι βουλευτές, ως εκπρόσωποι του κόσμου λένε: "Να, θα βγάλουμε ένα νόμο που θα λέει ότι τα λεφτά που χρωστάνε οι βιομήχανοι, θα τα δώσει ο κόσμος".
Κι έτσι γίνεται, πράγματι! 

Βλέπετε, εγώ ο δικηγόρος, γνωρίζω ότι δε συμμετέχω στη διαδικασία, όσο κι αν με πειράζει, όσο κι αν συνάδελφοί μου περιστασιακά βρίσκονται στον τόπο γενέσεως των νόμων, όσο κι αν κάποιοι του κλάδου μου τρέπονται σε αποφασίζοντες, όσο κι αν εκπροσωπώ την αστική τάξη.

Επειδή γνωρίζω και το γιατί.
Υπάρχουν, βλέπετε, αυτές οι περιβόητες "αιτιολογικές εκθέσεις", όλα όσα γράφονται, για να εξηγήσουν το σκεπτικό, για το οποίο προτείνεται και θα ψηφιστεί ένας νόμος.

Και κάποτε αυτό ήταν σχετικά αδιάφορο, επειδή οι "σοβαροί" νόμοι ενείχαν πάντοτε και πολιτική βούληση (από δω να πάει, από κει να πάει, αλλά να γίνει αυτό), ενώ οι υπόλοιποι νόμοι είχαν σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους. 
Η Δικονομία, για παράδειγμα, ο τρόπος, δηλαδή, που διεξάγονται οι δίκες, ήταν η κλασσική περίπτωση νόμου, ο οποίος στηριζόταν στη βελτίωση της πρακτικής των Δικαστηρίων. 

Με απλά λόγια, να βγαίνει ο σοβαρός νόμος, να τον καταλαβαίνουν κουτσά στραβά οι απλοί πολίτες, να υπάρχει μια πιο εσωτερική πληροφόρηση και μια στρατιά δικηγόρων, για να τον καταλαβαίνουν και οι λιγότερο απλοί πολίτες, ώστε οι απλοί πολίτες να αραχνιάζουν στις ουρές και οι λιγότερο απλοί πολίτες να κάνουν δουλειά τους.

Και με εξίσου απλά λόγια, να βγαίνει και ένας "λειτουργικός" νόμος, όπως ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας και να μπορεί όλος ο κόσμος να κάνει τη δουλειά του, αφού προηγουμένως πήγαινε στο δικηγόρο, γιατί μόνος του δε μπορούσε να καταλάβει γρυ.  

Παράδοξα αυτά που έγραψα παραπάνω, ε;
Σαν να είπα ότι οι λειτουργικοί νόμοι σκοπό τους έχουν να στηρίζουν τη δουλειά του δικηγόρου, καθιστώντας τον απαραίτητο.

Λέτε να έσφαλα;

Ας το δούμε:
Ποιος πάει μόνος του στο δικαστήριο, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος βγάζει κάρτα παραμονής, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος ανοίγει κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, χωρίς δικηγόρο;
Ποιος παίρνει ΕΣΠΑ, χωρίς δικηγόρο;

Η απάντηση είναι απλή:
Όποιος θέλει να χάσει.

Σήμερα όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως τα γνωρίζαμε. 
Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι έχουμε απωλέσει ποσοστό Δημοκρατίας, το δικηγόρο (σε πρακτικό επίπεδο) δεν τον ενδιαφέρει και τόσο κάτι τέτοιο. 
Να εξηγηθώ: σε πρακτικό, εργασιακό επίπεδο, όχι σε προσωπικό.

Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως ανέφερα, ο δικηγόρος νεροκουβαλητής είναι, όχι η πηγή, όχι ο πότης. Ό,τι του δώσεις να κουβαλήσει, και ξύδι που λέει ο λόγος, αυτό θα κουβαλήσει.
Γιατί όμως να του δώσεις ξύδι;
Γιατί να πιει ο διψασμένος ξύδι;
Ποιος θέλει να ξεδιψάσει με ξύδι που άλλοι έφτιαξαν κι άλλος αποφασίζει για το μέγεθος του ποτηριού;

Ξεδιψάει το ξύδι;
Θυμώνει κανείς με τους ξυδοπαραγωγούς;

Ο δικηγόρος θυμώνει - σε προσωπικό επίπεδο.

Είχε μια παγιωμένη τακτική στο μυαλό του.
Ήξερε ότι θα κουβαλάει - αυτό επέλεξε.
Σήμερα όμως κουβαλάει ξύδι.
Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος πια.
Ούτε ο ίδιος.

Κι αν υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με το ρόλο του δικηγόρου, ας γίνει αυτή η γραπτή απόπειρα καταγραφής των σκέψεων του ενός (τυχαίου), εφαλτήριο για μια γενικότερη (;) προσέγγιση πάνω στο κοινωνιολογικό φαινόμενο αυτού του ανθρωπότυπου, αυτού του είδους, όπως θέλετε πάρ' τε το. 
Ρωτήστε κι άλλους, στην τελική, τι να πω. 
Αν διαφέρουμε, σφάλλω. 
Αν όχι, κάτι γίνεται.

Στην Ελλάδα του '14 υπάρχουν δύο τύποι δικηγόρων, λέω εγώ τώρα: οι τραπεζάδες και οι μη τραπεζάδες. Αν ακούσετε ότι κάποιος είναι τραπεζάς και επαναστάτης, κατά δήλωσή του, εγώ λέω ότι σας δουλεύει. 
Αν ισχυριστεί ότι είναι τραπεζάς για τα προς το ζην και ότι η κακούργα η κενωνία τον υποχρέωσε να συνεχίσει να εξοικονομεί τα προς το ζην με το να βγάζει διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς, προγράμματα, αναγγελίες, κατακυρωτικούς πίνακες, να υποστηρίζει ότι το ακίνητο απώλεσε τα τέσσερα πέμπτα της αξίας ενώπιον του Δικαστή, ένεκα η κρίση να 'ουμ', αλλά συνεχίζει να δηλώνει επαναστάτης, τότε σας δουλεύει διπλόφαρδα. 
Έτσι λέω εγώ. 

Αν αυτός ο άνθρωπος εμμένει να πλασσάρεται στα πηγαδάκια της ολοένα και μειούμενης πολιτικής μαρίδας ως ο ρηξικέλευθος, ο προτείνων, ο αποψάκιας, ο σκεπτόμενος, ο πλάγιος αριστερός μπεκρούλιακας που μιμείται το Μπουκόφσκι στα καλύτερά του, τότε σας δουλεύει ψιλό γαζί, διότι: 
Και το νόμο που έφτιαξαν οι ισχυροί γνωρίζει,
Και το λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε αυτός ο νόμος γνωρίζει, 
Και ότι ο Δικαστής δε μπορεί να κάνει τίποτε για να αλλάξει το νόμο, παρ' εκτός να τον εφαρμόσει, γνωρίζει.

Κι αυτός, ο νεροκουβαλητής της ιστορίας, ανάγεται σε όπλο της τράπεζας, αφού:
Αν δεν υπογράψει ο δικηγόρος τη διαταγή πληρωμής, αυτή δεν εκδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την επίδοση, η Διαταγή δεν επιδίδεται.
Αν δεν παραγγείλει ο δικηγόρος την εκτέλεση της απόφασης, αυτή δεν εκτελείται.

Τίποτε δε γίνεται, υπό το καθεστώς της ισχύουσας νομοθεσίας, της Δικονομίας μας (είδατε, τελικά, τι χρήσιμο πράμα είναι αυτή η Δικονομία;), αν ο Δικηγόρος αρνηθεί, σύμφωνα με τον όρκο που έδωσε, σύμφωνα με τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα, στο οποίο πρωτίστως υπακούει, να εργαστεί υπέρ των συμφερόντων της τράπεζας, να εκπροσωπήσει την Τράπεζα, να (εξ)υπηρετήσει το τραπεζικό σύστημα.

Και το συνδύασα. 
Τα συνδύασα σήμερα τα ξημερώματα.
Ατταβιστικό το συγκεκριμένο ένστικτο, ενδεικτικό της σημερινής μου πραγματικότητας. 
Της πραγματικότητας του δικηγόρου.

Έγινα δικηγόρος για τον ίδιο λόγο που ήθελα να γίνω πιλότος, για τον ίδιο λόγο που με ώθησε στη μουσική και τα βιβλία. Για να βοηθήσω με τον τρόπο μου, καθώς ζω τη δική μου ζωή, στη δική μου σφαίρα, στο δικό μου μικρόκοσμο, χωρίς να χρειάζεται, έστω κι ένα βράδυ, να μη μπορώ να κοιμηθώ από τύψεις ή κρίσεις συνειδήσεως. Για να μη χρειάζεται να βλέπω μάτια οργισμένα, ψυχές συντεθλιμμένες, να μην ακούω για αυτοκτονίες λόγω χρεών προς την Τράπεζα, οι οποίες θα άφηναν το μικρό τους μερίδιο στην (συμ)μετοχή μου- και μια θέση στην κόλαση, το φυσικό χώρο των δικηγόρων κατά τη σχετική ανεκδοτολογία.

Δεν είμαι τραπεζάς, είμαι δικηγόρος.
Δε συμμετέχω στη λεηλασία.
Ξέρω καλύτερα από τόσο.
Ξέρω το νόμο, ξέρω και το λόγο που γράφτηκε έτσι.
Και ξέρω ότι στηρίζω την αστική τάξη.
Τους ίδιους ανθρώπους που ο Χίτλερ έπρεπε να εξανδραποδίσει, εάν ήθελε να ματοκυλίσει τον κόσμο.
Τους ίδιους ανθρώπους που σήμερα χάνουν, συμπιέζονται, σβήνουν κάτω από ακροδεξιά μορφώματα, αντιαστικά, αντιανθρώπινα, τραπεζικά.
Δε θέλω να συμμετέχω σε αυτό, απεναντίας, θέλω να συνεισφέρω στην ήττα του.

Σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο τρόπος.

*του Θάνου Αθανασιάδη

Διαβάστε Περισσότερα »