Στη ζωή μου
πρωτίστως έμαθα να τιμώ τους φίλους. Θεωρώ τη φιλιά προσωπική επιλογή, ενώ η
συγγένεια, αν και ισχυρότερη γονιδιακά, συνιστά εν δυνάμει υφέρπον σφάλμα, για
το οποίο δεν υφίσταται πλήρως ατομική ευθύνη επιλογής.
Η συζήτηση με
ένα φίλο με προτρέπει στο παρόν πόνημα. Τη γνώμη του εκτιμούσα πάντοτε, πολύ
περισσότερο δε τώρα. Αναφέρομαι σε άνθρωπο σαφούς πολιτικής κατεύθυνσης, αλλά
και αντίστοιχης σοβαρής κι εμπεριστατωμένης σκέψης.
Η βαρύτητα της
άποψής του είναι αυτή που με προβλημάτισε περισσότερο: Αν κάποιος (σαν το φίλο
μου) μπορεί να συστρέφεται και να υπαναχωρεί τόσο από τη θέση του στις
προηγούμενες εκλογές, οπότε και καταψήφισε τη μνημονιακή πολιτική, πώς σήμερα ο
ίδιος άνθρωπος μου δήλωσε ότι «θα ξαναγυρίσει στο μαντρί»;
Ποιος ο λόγος να
στραφεί κατά της σαφούς προοπτικής δημιουργίας αντιμνημονιακής
(νέο-διαπραγματευτικής / φιλο – ευρωπαϊκο – εντός του ευρω
επαναδιαπραγματευτικής, και όλα τα συναφή) νέας πολιτικής Αρχής κι Εξουσίας;
Άλλαξε σε κάτι η στάση της δικής του Ηγεσίας;
Η απάντηση είναι
σαφώς αρνητική, αφού το μόνο που έχουν πει οι δυο παλαιοκομματικές οργανώσεις
συμφερόντων της μεγαλομανούς Εκαλο – Βουλιαγμενο Τάξης είναι ό,τι διαπιστώνουν
ότι μπορεί «και να πιάσει» σε επικοινωνιακό προφίλ: Ο διαλυμένος μεσοαστός
ελεύθερος επαγγελματίας, ο αγρότης, ο δημόσιος υπάλληλος που τα έχουν χάσει όλα
σε μια τριετία – μαζί και την πίστη του στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα,
λογικά θα «τραβηχτεί» από ένα τέτοιο τρόπο προσέγγισης, αφού ουσιαστικά ένα
μικρό ψεμματάκι ακόμη από μέρους της ηγεσίας του που πρόδωσε, λειτουργεί σαν
βάλσαμο στα αυτιά, σα ναρκωτικό που θα τον παραδώσει πιο εύκολα, πιο ανώδυνα
στην αγκαλιά του μετά βεβαιότητος επερχομένου θανάτου του, σαν να μην έγιναν
όλα αυτά, σαν να γινόταν να διορθωθούν και να κλείσει η χαίνουσα στο στήθος
πληγή από τους ίδιους τους θύτες, οι οποίοι κρατούν ακόμη το στιλέτο στο χέρι.
Υπάρχει βέβαια
και το άλλο ζήτημα, αυτό που υπαγορεύει, πέραν της λήθης, την υποταγή λόγω
συνηθείας. «Τι θα γίνει αύριο; Σε ποιον θα σφίξουμε το χέρι; Ποιος θα μας πει
μπράβο; Ποιος θα μας τσιμπήσει το μάγουλο;» Ποιος, εν τέλει, θα είναι ο νέος
μας αφέντης;
Μα, ο φίλος μου
δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Συνιστά παράδειγμα δύναμης και καθαρής,
ολοκληρωμένης δημιουργικής και κρυστάλλινης λογικής σκέψης.
Τι μεσολάβησε
και σήμερα οπισθοχωρεί προς τα παλαιά κεκτημένα, όπου όμως δε βρίσκεται πια
τίποτε παρά χαλάσματα; Τι τον φοβίζει τόσο πολύ, τι τον φοβίζει τόσο
περισσότερο, ώστε να αυτοπειθαναγκάζεται, να οδηγείται στην ίδια του την
καταστροφή, συμπαρασύροντας όλους μας;
Η απάντηση,
μέρος βιωματικό και τραγικά αναπόσπαστο της ίδιας της ανθρώπινης φύσης,
έγκειται στον ατομικό όλεθρο, ο οποίος φαντάζει αναπόφευκτος.
Δεν έχει να
κάνει με την σκέψη ότι ατομικά κάποιος απέτυχε, έχει να κάνει με το γεγονός ότι
αυτός, τον οποίο ο ίδιος εμπιστεύτηκε, αυτός, στον οποίο ο ίδιος είχε στηρίξει τις
ελπίδες του, όχι απλά απέτυχε, αλλά τον πρόδωσε.
Η προδοσία που
όλοι έχουμε αντιληφθεί, η προδοσία που πάει να ολοκληρώσει το χαμερπές έργο
της, αυτή η πληγή που δε βγάζει αίμα, αλλά σκοτώνει πιο οδυνηρά από
σκουριασμένο μαχαίρι.
Ο φίλος μου
χρειάζεται βοήθεια, χρειάζεται να πιστέψει. Η πίστη είναι τυφλό, όσο και
ορμέφυτο συναίσθημα.
Εγώ έχω ανάγκη να
δω το φίλο μου στα πόδια του, όλους μας στα πόδια μας, γι’ αυτό εμμένω
πεισματικά – κι όταν ακόμη κάμπτομαι ή παλινδρομώ – στη βασική αρχή της
τελείωσης: μπορεί να υπάρξει πάντοτε κάτι καλύτερο, ίσως όχι τέλειο, αλλά δεν
είναι δυνατόν να το μάθουμε, αν δεν προσπαθήσουμε.
Ο κόσμος
γυρίζει, χρειαζόμαστε μια σταθερά, τον καλύτερο εαυτό μας, όχι το φοβισμένο κακέκτυπό
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου