Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες.


Θυμάμαι ακόμη την κουβέντα του πατέρα μου: «Τα βιβλία θα σε ταξιδέψουν, στον κόσμο τους μπες και θα βρεθείς στο δικό σου». Όχι πως με βρήκε ποτέ αντίθετο. Αντιθέτως, η περιέργεια για τα καλικαντζαράκια που χόρευαν στο χαρτί και το τι λέγαν μεταξύ τους, μου λύθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Όχι μυστικά, όχι ψέματα. Όσα τα καλικαντζαράκια ψιθύριζαν, ήταν για μένα φωνή στεντόρεια. Κι αυτά έφτιαχναν εικόνες. Όχι μόνον όσες έδειχνε αυτός που τα είχε βάλει στη σειρά, αλλά κι εκείνες που εγώ συμπλήρωνα, με τη δική μου παλέτα. Ένας καμβάς ονειροφαντασίας.
Υπήρχε ένας όμως, ένας αξεπέραστος μάστορας. Εκείνος έφτιαχνε όλη την εικόνα, δεν άφηνε τίποτε στην τύχη, εκείνος μου έδειχνε ολόκληρο τον πίνακα. «Κρίμα», ίσως σκεφτείτε, «εξαιτίας αυτού του ανθρώπου, καημένο παιδί, έχασες νωρίς τη φαντασία σου….» …. Και θα κάνετε λάθος!
Αυτός ο «κάποιος» δεν ήταν τυχαίος, ήταν ο Ιούλιος Βερν! Ποια εικόνα ξέφυγε από το μεγάλο Ιούλιο; Ποιο στοιχείο μιας άγνωστης πραγματικότητας στον καιρό του περιέγραψε ελλειπώς; Τίποτε που να είδα εγώ, που στα μαθητικά μου χρόνια τελείωσα όποιο έργο του είχε μεταφραστεί στα ελληνικά.
Κι έπειτα μεγάλωσα. Και με συνάρπασαν νέες γραφές, και αναζήτησα νέους κόσμους. Και η Θάλεια μου γνώρισε την Ευτέρπη και τη Μελπομένη και αναζήτησα και τα χρώματα του μεγάλου κι ατέλειωτου Κόσμου. Αλλά ποτέ δε με άφησε η Μνήμη, ούτε κι εγώ εκείνη. Κι ο Ιούλιος παρέμεινε στη βιβλιοθήκη μου, όχι για να καλύψει τα κενά της, αλλά για να γυρίζει η θωριά των εξωφύλλων την ψυχή στις χαρές της.
Ο μεγάλος μου γιος μου παρήγγειλε προχθές ότι το απόγευμα του Σαββάτου έχει πρόσκληση σε θεατρικό. Ο μικρός μου ήταν αρρωστούλης, αδύνατη η εύρεση άλλου συνοδού. Κι η ώρα είναι η πέμπτη απογευματινή, ήτοι η συνήθης της σωματικής μου καθημερινής κατάρρευσης. Αλλά, να πάμε, γιατί να μην πάμε;
- «Και ποιο έργο είναι, παρακαλώ;», ρωτώ.
- «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες!», απαντά ο νεόκοπος εννιάχρονος.
            Τρεις μπαλωθιές ακούστηκαν σε εκείνο το πίσω αραχνιασμένο δωμάτιο που κρατάω στο μυαλό μου για τα καταχωνιάσματα. Ο Ιούλιος έκανε άσκοπη χρήση πυρομαχικών, με στόχο τον πάλαι ποτέ ανίκητο εαυτό μου.
«Κι αν είναι αποτυχημένο το καστ, η θεατρική μεταφορά, η μετάφραση, τα σκηνικά, το φεγγάρι, τα πατατάκια της αίθουσας;;;;
Κι αν   κ ά τ ι,   ό,τιδήποτε, πάει λάθος;;;;
Θα χάσω  την πολύτιμη μνήμη μου».
            Η πολυτέλεια της υπαναχώρησης δεν υπήρχε. Η υπόσχεση είχε δοθεί.

Πέντε παρά δέκα φτάσαμε. Η αίθουσα γνωστή. Έρευνα στην παράσταση. Η αίθουσα εκδηλώσεων Θεοφάνειος, με τις γνωστές αδυναμίες της τώρα μεγενθυμένες στο μυαλό μου. Δεν υπάρχει δυνατότητα παιδάκι να μην πέσει, υπάρχει ίσως δυνατότητα να μην χτυπήσει. Το κρύο δύσκολο να αγνοηθεί. Η αναμονή, πόσο μεγάλη. Μετά την ώρα έναρξης ήρθαν πολλοί. Η αίθουσα γέννησε. Παιδάκια, μαμάδες. Εγώ και ο Γιώργος. Το σκηνικό το είχα δει από την αρχή. Απλό. Μου άρεσε, αλλά δεν έβλεπα πως θα μπορούσε να δώσει όλη εκείνη την ταχύτητα και την κίνηση του Ιουλίου. Εγώ δεν έβλεπα, η κίνηση θα υπήρχε. Βγήκαν οι ηθοποιοί. Παιδιά.
Ελπίζω για το καλύτερο, αν και φοβάμαι για το χειρότερο. Δε θέλω να απογοητευτώ. Και ξαφνικά, η αποκάλυψη. Ένας ψηλολέλεκάς, ένας κοντός, ο Φιλέας και ο αγαπημένος μου Πασπαρτού. Ένα εύρημα όλη η παράσταση. Η δυναμική παράγεται μέσα από εικόνες γραμματοσήμων, μια άλλη κίνηση μέσα από τη χορογραφία. Κινησιολογία, λέει, σπουδαία τέχνη. Δεν διαβάζω πλέον, δεν ελέγχω το σενάριο σε σχέση με το βιβλίο μου. Ζω μέσα στο έργο.  Αρχίζω  να ενθουσιάζομαι. Συνεχίζω να φοβάμαι για το Γιώργο, ο οποίος εμποδίζεται  από ένα υπερκινητικό κοριτσάκι, το οποίο πηγαίνει πέρα δώθε μέχρι που πέφτει από το κάθισμα και χτυπά. Είπαμε,  κ α λ ό   είναι να μην χτυπήσουν.
Και το έργο πλέον με απορροφά πλήρως. Και υπάρχει κίνηση, υπάρχει το εν  τάξει, υπάρχει δύναμη, υπάρχει προοπτική. Και οι τελάληδες των εφημερίδων του Λονδίνου διαπνέουν το κλίμα και όλα συμβαίνουν με τη σωστή σειρά και  ….. ο Πασπαρτού πηδά από το αερόστατο. Όλη η αγωνία του δωδεκάχρονου με χτυπάει πισώπλατα. Ο Φιλέας έφτασε. Κέρδισε. Κι εγώ, λίγο πριν ειπωθεί η κουβέντα, θυμάμαι το λόγο, για τον οποίο αυτό το βιβλίο με στιγμάτισε τότε και παρέμεινε έκτοτε ανεξίτηλο στο υποσυνείδητό μου:  «Δεν υπάρχει άνθρωπος πιο δυστυχισμένος από εκείνον που χάνει τον καλύτερό του φίλο, όσα στοιχήματα και να κερδίσει».
Όμως ο Πασπαρτού ζει, ο Τάμεσης έκανε το θαύμα του, το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο Φιλέας θα παντρευτεί την αγαπημένη του πριγκίπισσα. Τώρα χειροκροτούν όλοι. Το έργο τελειώνει. Όλοι σηκώνονται, εγώ χειροκροτώ ακόμη. Και πρέπει να δω, πρέπει να ευχαριστήσω κάποιον. Ο κύριος Φιξ. Του σφίγγω το  χέρι, δεν καταβάλλω προσπάθεια να κρύψω τα δάκρυα  - ούτε τώρα τα σταματώ – χαμογελώ, τον κοιτώ από κοντά.
Βλέπω τον άνθρωπο που έκανε λάθος, αλλά είχε το κουράγιο να ζητήσει συγγνώμη.
- «Χαίρετε, σας ευχαριστώ, μου άρεσε πολύ η παράσταση».
            Κρυφοκοιτάω τους άλλους συντελεστές πίσω από το σκηνικό που ετοιμάζεται για τη δεύτερη, της εβδόμης απογευματινής, στην κρύα Θεοφάνειο, με τα γνωστά μειονεκτήματα. Εγώ όμως δε θέλω να βγω έξω, θέλω να ξαναδώ το έργο. Αλλά δε θα το κάνω, γιατί ίσως χάσω τη μαγεία, κι αυτό είναι ένα λάθος που δε θα κάνω, όχι αυτή τη φορά.
Θα πάμε για βαφλάκι με το Γιώργο στο «Άρωμα», μόνο να συμμαζευτώ, γιατί θα φανεί παράδοξο στους θαμώνες να κλαίει χαμογελώντας ένας τύπος που για δυο ώρες ήταν δώδεκα. Κι αυτός ο αριθμός είναι σημαδιακός.

Υ.Γ. Δεν έχω  - ειλικρινά – λόγια ικανά να παινέψουν την απόδοση των ηθοποιών, του υπευθύνου για τα σκηνικά, του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και κάθε συντελεστή αυτής της παράστασης. Θυμηθείτε, είμαι ο αυστηρότερος κριτής, με κίνητρο και λόγο ουσιαστικό. Κι εδώ, από τα βάθη της ψυχής μου,
Σας ευχαριστώ. 

1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...