«Κι
ο Χάρης; Ο Χάρης τι θα βγάλει, μου λες;» διαμαρτυρήθηκε – και με το δίκιο της -
η όχι-και-τόσο-μωρή παρθένα.
«Και
καλά, δε χρειάζεται άδεια, και καλά, χωρίς το κατιτίς μας, όλα τζάμπα πια! Ε,
ας πάει να το κάνει μόνος του. Κι αν το κάνει δηλαδή, ο παλιόγερος, ο
τζαμπατζής. Μωρέ στα καλάμια θα τον χώσω, πίσω στα μπλόκια, να τους φάνε τα
κουνούπια, κοντά στα τσαντίρια των γύφτων, κάτω από τα λύματα, με τις νταλίκες
να κορνάρουν καθώς θα παίρνουν στροφή στην ανηφόρα!»
«Μήπως
υπερβάλλεις λίγο, μωρή παρθένα μ’; Μήπως σε πάρουν γραμμή ότι το κάνεις
επίτηδες, επειδή δεν τσίμπησες το κατιτίς σου;», είπε μειλίχια ο επτασάγωνος
τυροπιτάκιας, μειδιώντας άμα – διότι ούτε κι εκείνος είχε κατορθώσει να
τσιμπήσει κάτι – όπως ούτε κι ο άλλος, ο μπαίχτης ο καδρονάτος.
Κανείς
δεν τσίμπησε τίποτε.
Επέμεινε
η μωρή: «Ούτε να του πουν του παιδιού να τους παίξει κάτι – με το αζημίωτο,
φυσικά! Τσιριχτοί τραγουδιάρηδες από τας Αθήνας, βέβαια, ούτε σουβλάκια, ούτε
κλαρίνα του κάνουν του κυρίου! Ντενεκέδια και προσωπική εργασία και … δωρεάν!!!
Το καταλαβαίνεις;;; Δωρεάν!!! Αμ έτσι το θέλεις, κύριε; Θα δεις εσύ! Τελευταία
στιγμή θα σε πάω, στη γούβα θα σε χώσω, να μάθεις πώς είναι τα πράγματα εδώ! Κι
ας δούμε πόσοι θα έρθουν να δουν τις χαμάρες σου. Όχι, που θ’ αφήσουν το βιδωμένο
νεράντζι που ‘φτιαξε ο Χαρούλης μου, για να δούνε τσιγκολελέτες!»
Ο
χωριάτης που διαφέντευε την πόλη, δεν πήρε γραμμή τίποτε. Του είχαν όμως
υποσχεθεί κι αυτουνού το κατιτίς και το περίμενε, επί ματαίω. Τσαντίστηκε, η
αλήθεια να λέγεται, αλλά, ωσάν χωριάτης, έβαλε κατά νου ότι μπορεί να είχε άλλα
οφέλη αυτή η δουλειά.
«Άστους
να σφαχτούνε μεταξύ τους και μετά θα εμφανιστώ ως θεματοφύλακας της Αρχής, την
οποία εκπροσωπώ, και θα τσιμπήσω όσα ψηφαλάκια δω εύκαιρα. Ναι, αυτό θα κάνω! Κι
αν ο γέρος δεν τα καταφέρει, θα τους πω ότι δε με ρώτηξε. Μόνο να κανονίσω να
είμαι σε κανά πανηγύρι, όταν με αναζητάνε και να μην ξεχάσω να πω και του
κολαούζου να μου βρει κανά εμπιθρί με κανά κλαρίνο, αλλά διακριτικό, να μην
τηνέ πατήσω σαν τον Αείμνηστο που τονέ πήρανε γραμμή, όταν έβαζε Πίτσα στο
Μέγαρο. Μα, κι αυτός ο άνθρωπος, τι πήγε και κάλεσε ‘κει, τραγουδιάρηδες από
τους τσιριχτούς; Δεν έκανε να φέρει κανά ντιριντάχτα, πώς έκανε ο καρπούζης
προχτέ;»
…….
Εννιά
η ώρα.
Νταλίκες
παρκαρισμένες, τόσες που να μη βλέπεις πού είναι ο χώρος της εκδήλωσης. Μάλλον το
ξεφούρνισαν το μυστικό («πού είναι, ρε παιδιά;;;») οι ψαράδες και οι γύφτοι κι
αυτοί που χέζουν στα μπλόκια και τα πρεζόνια και τα παιδάκια που κάνουνε
παρκούρ πάνω στο θάνατο της πόλης, τα μπλόκια τα παρατημένα, και οι γαμιάδες
που πετάνε τις καπότες, για να ξέρει ο κόσμος ότι εκείνοι γάμησαν – πώς κάνουν
τα σκυλιά που κατουράνε τη ζώνη κυριαρχίας τους.
Το
λούνα παρκ ανοιχτό, μουσική στο τέρμα, επιτέλους λίγη τέχνη ανεκτή. Μόνο φως
κατεύθυνσης αυτό. Αν δεν ήσουν από τούτα τα μέρη, σιγά μην πήγαινες κατά το
σκοτάδι.
Κι
εκεί, πίσω στα καλάμια, στο χώμα και τη λάσπη από τις σωλήνες που κλέβουν νερό
«για της ανάγκες της επιχείρησης», εκεί, με πλαστικές καρέκλες, εκεί, με
συρμάτινες υπενθυμίσεις του ποιος-κάνει-κουμάντο-εδώ, πίσω από το τίποτε,
εγεννήθη κάλλος.
«Μπαμπά,
πώς το επέτρεψαν αυτό το θαύμα;
Εδώ
τίποτε όμορφο δεν αφήνουν να ζήσει!», απόρησε ο μεγάλος.
Γεμάτος
ο χώρος από κόσμο που δε συνωστίζεται, δεν εμποδίζει, δε φωνασκεί. Έχουν όλοι
χάσει τη λαλιά τους. Όλοι κάθονται και θαυμάζουν. Δεν είναι το μήνυμα της
ανακύκλωσης και η περιβαλλοντολογική ανησυχία αυτή που τους έχει ημερώσει. Δεν
είναι το γελοίον του περιβάλλοντος χώρου, αυτό που - σε άλλες περιπτώσεις - θα ήταν
ικανό να τους εξαγριώσει.
Είναι
η Τέχνη.
Η
απόλυτη ομορφιά που ξεπήδησε από το μυαλό και την ψυχή, την εμπειρία και το
καταστάλαγμα του ανθρώπου, ο οποίος υπερέβη εαυτόν και έδωσε το είναι του. Αυτό
θαυμάζει ο γραμματιζούμενος κι ο αγράμματος αντάμα, επειδή η Τέχνη η σαφής, η
ολοκληρωμένη, η γραμμή προς τη Θέωση δεν έχει κοινό απομονωμένο, δεν έχει
ειδήμονες και μη, επειδή ψυχή έχουν όλοι - κι η Τέχνη στην Ψυχή απευθύνεται.
Όλοι;
Ίσως όχι όλοι – όλοι. Σε μια περίοπτο θέση ο
χωριάτης διαφεντευτής έχει βάλει στο εμπιθρί τα κλαρίνα και η παρθένα
έχει τα μούτρα κατεβασμένα, διότι δε μπορεί να χωνέψει ακόμη ότι ο παλιόγερος
τα κατάφερε, ούτε ότι όλο τούτο το πελατολόγιο δε θα πάει στο βιδωμένο νεράντζι
απόψε.
Κι
ανοίγοντας εκείνη η βραδιά ακούγονται τα συνήθη. Μόνο μια ψυχή που ξέρει τι
συνέβη για να γίνει η Αρετή κτήμα, μπουκώνει και το παλεύει και το ξαναπαλεύει,
αλλά στο τέλος μπουκώνει και κάνει την Οργή δάκρυ και συγκίνηση.
Κι
ο άνθρωπος με τη Φωτιά στο μυαλό και την Τέχνη στα χέρια λέει τρεις αράδες:
«Αγαπώ
την πόλη αυτή, έφτιαξα αυτό για σας, ελπίζω να το χαρείτε».
Μα
δε χρειάζεται να πει τίποτε.
Μιλούν
γι’ αυτόν και τον τιμούν οι άνθρωποι που ξέρουν καλά την Τέχνη τους – εκείνοι
ήρθαν μόνο για εκείνον.
Οι
ευγνώμονες παριστάμενοι ξεχνάνε τον περιβάλλοντα χώρο, αποδιώχνουν το βάρος της
Ψυχής και την αφήνουν να πετάξει για λίγο στους ουρανούς, όσο οι φωνές και τα
φώτα και το Έργο τους ταξιδεύει.
Γίνονται, γινόμαστε όλοι, καλύτεροι άνθρωποι.
Ο
χωριάτης ακούει για λίγο το πρόγραμμα – τέλειωσε το εμπιθρί δέκα λεπτά πριν,
αχ! αυτός ο κολαούζος!
«Δεν
ειν’ κακό, πιο πολλή πλάκα έχουν τα κλαρίνα όμως», μονολογεί, ίσως ελαφρώς πιο
δυνατά από όσο θα 'πρεπε, αλλά δεν τον ακούει κανείς – δηλαδή τα αυτιά που τον
ακούν δεν πιάνονται, ο ένας ξέρει μόνο από «εν σώματι υγιεί» κι η άλλη κάνει
υπολογισμούς των χαμένων εισπράξεων.
Εμείς
οι άλλοι, ήρεμα αναστατωμένοι κι ευχάριστα, νιώθουμε το φέγγος της βραδιάς να
χάνεται και ξαναγυρνάμε - ευτυχείς και δυστυχείς συνάμα – στο βούρκο, στα
μπλόκια, στις πεταμένες καπότες, στις νταλίκες, στη βρωμιά και της δυσωδία της
μικρής μας πόλης.
Κι
εμένα μου ‘ρχονται κείνου του λιγδιάρη τα λόγια, τη στιγμή που δίπλα στην εν τω
τόπω εκπροσωπούμενη ελεγκτική του Τύπου Αρχή κάτι μπαρμπαλίζω ανεξέλεγκτα και
χωρίς συναίσθησιν της θέσεώς μου, ως εκ της ιδιότητός μου ως αμίσθου (να
υπογραμμισθεί) παραστάτου και αρωγού της Δικαιοσύνης:
«Άστον
αυτόν να τα πει, εσύ μην εκτίθεσαι».
Αλλά
αυτά δε γίνονται σε ευνομούμενες πολιτείες και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα και να μην τους ακούτε τους παραμυθάδες ψευταράδες δικηγόρους.
(Αφιερωμένο στους υπέροχους ανθρώπους της Όπερας του Νερού και του Ονείρου)
* του Θάνου Αθανασιάδη