Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Μεταφράζοντας *





Λατρεύουμε τη μετάφραση.
Επειδή μπορούμε, επειδή μας αρέσει, επειδή μας βολεύει.

Η αγγλική, ενδεχομένως κι άλλες γλώσσες, αλλά εγώ αυτήν ξέρω, εξόν από τη μητρική μου, χρησιμοποιεί δύο όρους:
translation & interpretation.

Ίσως βοηθήσει τους αγγλομαθείς αυτή η αναφορά, αν και οι πιο κλασικοί θα πουν ότι translation είναι η μετάφραση, ενώ interpretation η ερμηνεία.

Θα γίνει όμως αντιληπτό, είμαι σχεδόν βέβαιος, πιο κάτω, ότι το ζητούμενο δεν είναι ακριβώς η ερμηνεία, αλλά η λεπτή, όσο και ουσιώδης ενδιάμεση έννοια, η οποία στα ελληνικά είναι μεν διακριτή μέσω των συμφραζομένων, πλην όμως είναι και ελαφρώς δαιδαλώδης σε επίπεδο κατανόησης, όσο και το είδος μας.

Και οι δυο είναι δόκιμοι, πάντως, όροι, και χρήσιμοι στην παρούσα σκέψη, αλλά το interpretation λίγο περισσότερο.

Ήδη «μεταφράζω» κατά το δοκούν και το σκόπιμο - και μόλις αντιστρατεύτηκα τον ισχυρισμό μου, εάν το προσέξατε.

Υποχρεωτικά, θα πει κανείς, βλέπουμε τις ενέργειες των άλλων υπό το πρίσμα της δικής μας προσωπικότητας.

Όχι υποχρεωτικά, θα υποστηρίξω, εν προκειμένω, αφού υπάρχει πάντοτε και η αντικειμενική πραγματικότητα.

Αλλά το πράττουμε, διότι, εάν δεν το κάναμε, θα ήμαστε όλοι αντικειμενικοί – και αυτό θα αντίκειτο στην Αρχή της Διαφορετικότητας.

Το πρίσμα μας, αυτό μέσα από το οποίο γεννώνται τα γούστα μας, οι προτιμήσεις μας, μέσα από το οποίο εκφράζονται αυτά τα γούστα και εκείνες οι προτιμήσεις, είναι, επομένως, μια οπτική μέσα από δυο κάτοπτρα:
Το κάτοπτρο που φτιάξαμε, όταν χρειαζόταν να επιλέξουμε τι «θα μας αρέσει», και το κάτοπτρο που χρησιμοποιούσαμε κάθε φορά που έπρεπε να αλλάξουμε ή να αλλοιώσουμε τις αρχικές μας διαπρισματικές επιλογές.

Το ένα μέσα από το άλλο, εμείς μέσα από εμάς.






Ένα απλό παράδειγμα: Ο μικρός μου γιος με ρωτάει γιατί έχω τόσες μαύρες μπλούζες.

Εγώ αναρωτιέμαι – σχεδόν ακαριαία – αν δεν έχει καταλάβει ότι όλοι οι χοντροί φοράνε μαύρα για να «κόβει» το περίγραμμα της κοιλάρας.

Όμως του απαντώ πηγαίνοντας πιο πίσω, ότι κάποια στιγμή στα είκοσί μου, κόλλησα με αυτό το χρώμα και το κράτησα από συνήθεια.

Είπα μια αλήθεια και είπα και μια άλλη, από μέσα μου, χωρίς να είναι ποτέ στη φύση μου, το μωβ, το ροζ, το λιλά, το λευκό.

Κι έκρυψα μια τρίτη.
Επέλεξα το μαύρο από εικόνες ορφανών και χήρων, οι οποίες είχαν εντυπωθεί στο μυαλό μου. Κι εγώ στα είκοσι ορφάνεψα.

Επέλεξα το μαύρο, όταν το στερεότυπο του κουλ έγινε εικόνα μέσα από την πρώτη μας τηλεόραση (Tesla, παρακαλώ) και το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ.



Επέλεξα το μαύρο, όταν ήθελα τα κοινότυπα καστανά μάτια μου να είναι μαύρα.

Ποια έκρυψα;


Επέλεξα ή «επελέγην»;
Διαμόρφωσα στυλ ή με έφεραν, ζωή και καταστάσεις και συλλογικό ασυνείδητο, σε αυτό που είναι απλώς μια ακόμη φιγούρα σε έναν κόσμο που επιλέγει χρώματα μεμονωμένα (άσπρο, κίτρινο, κόκκινο, μπλε, κανένα καραβάκι δε βλέπω στο Αιγαίο), το σύνολό τους (this should be white, old folks), ή τον απορροφητήρα τους;

Και, φυσικά, («φυσικά;») όποια απάντηση και να έδινα στο μικρό μου γιο, λάθος δε θα έκανα, ψέμα δε θα έλεγα.

Κι αν ήθελα να πω στον εαυτό μου ότι είπα όλη την αλήθεια, θα έλεγα και ότι σιχαίνομαι το ροζ, το λιλά και το φυστικί.

Αλλά αυτό δε θα ήταν αλήθεια.

Διότι θα διαθλούσα και πάλι την πραγματικότητα, «ξεχνώντας» ότι έχω μια εικόνα από αυτόν ακριβώς το χρωματικό συνδυασμό, πάνω σε άλλον άνθρωπο, η οποία με είχε μαγέψει – και πάντοτε θα το κάνει.

Είναι ίσως αστείο το γεγονός ότι ο χρωματικός συνδυασμός που μόλις ανέφερα, δεν είναι ακριβής. 

Εγώ έχω βάλει αυτά τα τρία χρώματα να αντιπροσωπεύουν εκείνην την εικόνα, επειδή εγώ επιλέγω να την αλλοιώσω, ώστε να δικαιολογήσω την αρνητική εντύπωση.

Θα αλλοίωνα  - και το κάνω – κάθε φορά το χρώμα, επειδή το χρώμα αυτό χρησιμοποιεί ένας αντίζηλός μου κι αυτόν τον άνθρωπο κάποιος που εγώ επιθυμούσα, δε θα τον άλλαζε ποτέ για μένα.

Μίσησα το χρώμα, επειδή το συνέδεσα με μια εικόνα – όχι όμως του χρώματος, αλλά του εμπεριεχομένου.

Και είναι όλα χρώματα, και τα γούστα είναι γούστα.

Οι άνθρωποι επιλέγουμε ή επιλεγόμαστε.
Λέμε και ξελέμε.

Μεταφράζουμε την εικόνα μπροστά στα μάτια μας με αυτήν που έχουμε δημιουργήσει, για να συνεχίσουμε τη ζωή μας.

Διατηρούμε την ψευδαίσθηση πως αυτό που εμείς είπαμε, αυτό που εμείς είμαστε, δεν είναι αντικείμενο κρίσης, δεν υπόκειται σε κριτική ή έλεγχο, ότι εμείς έχουμε τη δυνατότητα αυτή, επειδή εμείς πάθαμε, εμείς δε χρειαζόταν να μάθουμε από το πάθημα, επειδή εμείς δε θα μπορέσουμε να συγχωρέσουμε, αφού εμείς υπερβαίνουμε την υποκειμενική θεώρηση των άλλων εις βάρος μας και μένουν μόνον τα καλά.

Ξεπερνάμε το πρόβλημα που δημιουργήσαμε φτιάχνοντας τοίχους από εικόνες, οι οποίες επιδοκιμάζουν το εγώ μας. Μέσα σε αυτές, μέσα από αυτές, εμείς δεν ευθυνόμαστε, εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους, σε μας δεν έπρεπε να συμβεί.

Κι αντίστοιχα, όταν μας καταστεί υποχρεωτικό να δικαιολογήσουμε τις επιλογές μας, με περισσή ευκολία ισχυριζόμαστε για κάποιον άλλον ότι λίγα ήταν τα καλά του, αφού δεν τον έχουμε, διότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να υποστούμε τις συνέπειες και της διατήρησης των προτιμήσεών μας και των επιλογών μας, αφού με το λιλά μείναμε, με το ροζ ζούμε και φυστικί είναι ο ρόλος μας στη ζωή.

Το μαύρο είναι για τα ορφανά. 

*του Θάνου Αθανασιάδη
Διαβάστε Περισσότερα »