Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ξεγελάστηκες, έρμε



Φίλε τρομαγμένε ΠΑΣΟΚτζή και ΝεοΔημοκράτη,

Σας - σε βάζω μαζί στην προσφώνηση, γιατί θεωρώ ότι στην κρίσιμη τούτη ώρα είσαι ένα και το αυτό με το πάλαι ποτέ αντίπαλό σου στρατόπεδο. (Εσένα, ΔΗ.ΜΑ.Ρ.ίτικο απολειφάδι, δεν ξέρω καν πώς να σε προσφωνήσω, υποθέτω ότι  - εκτός από τις υπόλοιπες ύαινες -, σε κανέναν δε μιλάς, κανείς δε σου απευθύνει το λόγο, κανείς δε σε υπολήπτεται, κανέναν δεν αφορά η περίπτωσή σου, εκτός από τη στιγμή των δικαστηρίων. Σε αγνοώ λοιπόν).
Δε θα έπρεπε να σε προσφωνώ "φίλο" ίσως, γιατί υπό το κράτος του φόβου δεν ανδρώνονται φιλίες, μόνο που ο σκιαγμένος βρίσκει καταφύγιο.
Αλλά από την άλλη πάλι, κι εγώ σκιαγμένος είμαι, με όλα αυτά τα ταχύτατα συμβαίνοντα και σημαίνοντα πολλά για το μέλλον όλων μας.
Μάλιστα ίσως εγώ σε φοβάμαι περισσότερο. Γιατί τα σφάλματα έχουν γίνει κι αυτό είναι δεδομένο. Γιατί τα έκανε η ηγεσία σου - κι αυτό είναι δεδομένο. Γιατί σήμερα πληρώνω την ψήφο σου πολύ ακριβά.
Μη με θεωρήσεις άμοιρο ευθυνών τον ίδιο. Δεν είμαι. Κι εγώ έκανα το λάθος που έκανες. Μέσα σε μια παραζάλη κινήθηκε η τελευταία τριετία - τετραετία. Ίσως και να μας ψέκασαν, εμάς, τους πανέξυπνους Έλληνες, αλλιώς δε δικαιολογείται τόση αστοχία στον προγραμματισμό. "Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει", το έχεις ακούσει αυτό;
Όμως εγώ το αντιπάλεψα, ώστε σήμερα, κατασταλαγμένος πλέον, να λέω "ποτέ ξανά".
Εσύ έχεις μείνει λίγο πίσω και προσπαθείς μάλιστα να τραβήξεις κι εμένα στο γκρεμό σου. Λοιπόν, αυτό δε θα γίνει, αλλά ίσως θα ήταν σκόπιμο εγώ πλέον να σώσω εσένα και, πού ξέρεις, μπορεί να μου ανταποδώσεις τη χάρη, όταν γίνουμε πραγματικά φίλοι, υπό κανονικές συνθήκες. Θα ήθελα λοιπόν, χωρίς άλλες περιστροφές να έρθω στο θέμα μας.
Θυμάσαι ποιος είσαι; Θυμάσαι ποιος σε έκανε αυτό που είσαι, ποιος εμφύσησε μέσα σου την πίστη ότι με τον τάδε ή το δείνα τρόπο θα πάνε τα πράγματα καλύτερα για την Πατρίδα σου κι εσένα προσωπικά; Όχι, μη φοβάσαι, δε θα σε πω δοτό ούτε προδότη, ξέρω ότι δεν υπήρξες τέτοιος, ξέρω ότι δε θέλεις την καταστροφή του λαού και της χώρας μας. Ξέρω ότι το μόνο που σε ένοιαζε πάντοτε ήταν η ευζωία και η καλοπέραση. Αλλά ποιος δεν επιθυμεί την ευζωία; Ποιος δε θέλει τα πολλά; Ποιος αρκείται στα λίγα; Μάλλον κανείς.
Μάλλον όμως αυτό δεν είναι το θέμα μας εδώ, γιατί άλλα συμβαίνουν, που οδηγούν κι εσένα κι εμένα στο χείλος του κοινού γκρεμού.
Για θυμήσου όμως, αν θες, τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο. Διόρθωσέ με στα επόμενα λόγια μου, αν κάνω λάθος: Στο όνομά τους ήπιες νερό, γι’ αυτούς είπες "αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε, ο δικός τους δρόμος, ο δρόμος του ηγέτη", γι’ αυτούς συνεπλάκης στις διαδηλώσεις, χάρη σε αυτούς μπήκαμε στην Ευρώπη, σίγουρα χάρη σε αυτούς πέρασες τα πιο ευτυχισμένα, ειρηνικά και δημιουργικά χρόνια της Ελλάδας από την εποχή της Δημοκρατίας του Περικλέους. Διαφωνείς ή νομίζεις ότι σε κοροϊδεύω;
Δεν υπερβάλλω, πίστεψέ με, ούτε σου κάνω την καρδιά, που λένε και στο χωριό μου. Δεν ήταν καλύτερα στην Ελλάδα ποτέ, και τούτο είναι αυταπόδεικτο, θέσφατο, πώς το λένε. Από την εποχή του συμπατριώτη μου του Πύρρου, από την τελευταία εκστρατεία, από το τέλος των Πόλεων, έχουν περάσει πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια, το συνειδητοποιείς αυτό;
Ο Ελλαδικός χώρος, καλώς ή κακώς, έμεινε στην Ιστορία λόγω επιτευγμάτων, τα οποία συνέβησαν πάνω από είκοσι αιώνες πριν. Και, ναι, συνέβη η Παλιγγενεσία, υπήρξαν οι Βαλκανικοί, υπήρξε η Μικρασιατική Εκστρατεία, υπήρξε ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, συνέβησαν όλα αυτά.
Κατάλαβε κάτι όμως: Ποτέ, μα ποτέ, δεν πέρασε η Ελλάδα καλύτερα, παρά μετά το ’74. Έως και το 2008. Τριάντα τέσσερα χρόνια. Και μετά τέλειωσε.
Δεν ωφελεί να κάτσεις να σκεφτείς τίποτε. Αν σκεπτόσουν, τρομαγμένε μου, δε θα βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση. Και αυτό είναι το θέμα μας. Συνεχίζω, λοιπόν.
Από το 1821 έχουν περάσει μόλις 192 χρόνια. Βαριά οχτώ γενιές δηλαδή. Από αυτές τις οχτώ, μόνον οι τελευταίες δύο πέρασαν καλά. Είμαι βέβαιος ότι δεν πέρασε πολύ καλά ο παππούς σου στον Εμφύλιο, ούτε στο Β’ Π.Π., ούτε στη Μικρασιατική, ούτε πιο πριν, στα σκληρά χρόνια των πολέμων ως την Αλεξανδρούπολη. Μη νομίζεις. Μπορεί να μην ξέρεις Ιστορία, μπορεί να θεωρείς ότι είχαμε σύνορα από το 1821 κατευθείαν ως τον Έβρο και την Ήπειρο και τα νησιά και την Κρήτη, αλλά κάθε βιβλίο, αν το ανοίξεις, θα σου πει το αντίθετο. Όχι, αγράμματε φίλε μου. Δεν ήταν έτσι. Και απαίτησε πολύ κόπο κάθε σπιθαμή σημερινής Ελληνικής Επικράτειας. Αυτής που σήμερα ξεπουλάν οι δοσίλογοι ηγετίσκοι σου, στηριγμένοι στην ψήφο σου.
Είπαμε, ο λαός μας ήταν χαμένος στον χρόνο, μια επαρχιούλα της Ρωμαϊκής, μετά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά της Οθωμανικής. Αν ειλικρινά νομίζεις ότι πάνω από 5% από το αίμα σου είναι των Αχαιών, των Ιώνων, των Αιολέων και των Δωριέων, μια εξέταση θα σε πείσει για το αντίθετο. Γιατροί όμως δεν υπάρχουν, οπότε διάβασε, είναι δωρεάν πια.
Την ελεύθερη κολοβή Ελλαδίτσα την πρωτοδιοίκησε Γερμανός. Υπήρξε και ο έρμος ο Καποδίστριας, αλλά αυτόν τον έφαγαν νωρίς οι φίλοι σου.
Επ!, τώρα απόρησες. «Ποιοι φίλοι μου;;;» αναρωτιέσαι τώρα, ε; Οι φίλοι σου, οι προεστοί και οι κοτζαμπάσηδες. Αυτοί. Τα παλιά σόγια. Οι δικαιολογημένοι από τις περιστάσεις. Τα κολλητάρια των Τούρκων. Δεν ενδιέφερε, βλέπεις, το Σουλτάνο να ασκήσει διοίκηση στον αμιγώς ελλαδικό χώρο. Αυτός είχε συληθεί από αλβανικά και σλάβικα φύλα, όλους, όσοι εποφθαλμιούσαν τη θάλασσα, το κλίμα, τον τόπο. Τουρκαλβανοί πέρασαν, Αιγύπτιοι πέρασαν, Σλάβοι πέρασαν. Ούτε τη γλώσσα δεν ήξεραν, χρειάζονταν διερμηνείς. Ξέρεις, ο διερμηνέας είναι και απαραίτητος και καλοπληρωμένος. Ε, αυτή τη δουλειά κάνανε οι φίλοι σου. Τρόπος του λέγειν, βέβαια, μην παρεξηγηθώ. Δε νομίζω, ειλικρινά τώρα, ότι εσύ, ανθρωπάκι που τρέχεις πίσω από τον Αντώνη και το Βαγγέλη γλύφοντας για καμιά θεσούλα, έχεις οποιαδήποτε σχέση με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αλίμονο, τότε ήταν να μας πάρει όλους το ποτάμι.
Αυτοί που ασκούσαν εξουσία στο όνομα κάποιου αφεντικού, του Οθωμανού μονάρχη. Αυτοί ήταν τα σόγια. Αυτοί έφαγαν τον Καποδίστρια, αυτούς λέω, σε αυτούς αναφέρομαι. Αυτοί ήταν οι Νεοδημοκράτες και οι ΠΑΣΟΚοι της εποχής. Και όχι ο κουτός λαός, για όνομα του Θεού. Όχι αυτοί που έτρωγαν αποφάγια του αφέντη, όχι οι δειλοί, υποταγμένοι σε όποια εξουσία τους καθόταν στο σβέρκο, όποτε αποφάσιζε να κάτσει. Τα σόγια ήταν οι αρχηγοί.
Λίγα σόγια ήτανε, όχι πολλά. Και δημιούργησαν έναν κλοιό εξουσίας, προστατεύοντας τον Όθωνα, διασφαλίζοντας τη θέση τους. Αυτοί συνέχισαν, αυτοί συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Αυτοί σε κρατάνε όμηρο του Γερμανού σήμερα. Αυτοί σου κόβουν το μισθό, αυτοί σε κρατάνε δέσμιο μνημονίων, αυτοί σου πετάνε ψαροκόκαλα, αυτοί σε αφήνουν να αρρωστήσεις, να πεθάνεις, να αυτοκτονήσεις, αυτοί αφήνουν τα παιδιά σου αγράμματα, αυτοί σου κλέβουν την αξιοπρέπεια, αυτοί το σπίτι (το θεμέλιο του εαυτούλη σου, το καβούκι σου, το τελευταίο κάστρο σου). Η αγία οικογένειά σου, η ξεφτίλα σου, η δουλίτσα σου, το χάλι σου, όλα, κινδυνεύουν από αυτούς. Από τα σόγια.
Κι εσύ έχεις μείνει πίσω, έχεις απομονωθεί. Παλεύεις με τη ντροπή, κρύβεις τη φτώχεια, το παίζεις άνετος, σκιάζεσαι να δείξεις ότι σκιάζεσαι. Και συνεχίζεις να γλύφεις, ερήμην, μπας κι αλλάξει. Γιατί τρέμεις να αλλάξεις από μόνος σου. Γιατί τρέμεις να διώξεις τα σόγια. Γιατί νομίζεις ότι ξέρεις Ιστορία. Γιατί σου είπαν ότι κατάγεσαι από ένδοξη φυλή, σαν αυτό να είναι κάποιο μαγικό αλεξίσφαιρο. Ναι. Καλά.
Και κρυφά αναπολείς τον Κωνσταντίνο και τον Ανδρέα.
Ειδικά ο πρώτος δεν ήταν από τζάκι. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη αρετή του. Ο δεύτερος ήταν η καλύτερη εκδοχή του πατέρα του, και χαρισματικός. Λάθη – σωστά, ό,τι κι αν έκαναν, ήταν περισσότερο από όσα θα κάνουν ετούτα τα ζωντόβολα σε πενήντα ζωές. Δεν πιστεύω να διαφωνείς.
Κι οι δυο τους έφυγαν σχεδόν ταυτόχρονα. Άφησαν πίσω τους υποδεέστερους αντικαταστάτες, οι οποίοι με τη σειρά τους παρέδωσαν στους χείριστους. Ξαναγύρισαν τα σόγια, βγήκαν από τα λαγούμια τους. Ξαναπέσαμε στο βούρκο. Ήρθαν ξανά οι γερμανόφιλοι, οι λακέδες. Τα κολοβά φίδια άλλαξαν δέρμα. Κι έτσι κάπως ήλθε η παρακμή. Άνθρωποι χωρίς ηθικές αντιστάσεις, χωρίς πολιτικό βάρος, ανυπόληπτοι, ωφελιμιστές και καιροσκόποι, αριβίστες και καταστροφείς του έργου των οδηγητών και εμπνευστών σου.
Έφτασαν στο σημείο να σου πουν - κι εσύ να σωπάσεις - ότι εκείνοι οι ηγέτες ήσαν οι κακοί, ενώ οι παρόντες οι καλοί. Βαθιά μέσα σου το ξέρεις, είναι μέγιστο ψέμα τούτο. Βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι φάνηκες λιγότερος των καταστάσεων και της συγκυρίας. Τους άφησες να αλλάξουν ρότα, τους επέτρεψες να ξανανοίξουν τα μεγάλα σαλόνια, να συναναστραφούν με τη γλυκερή τρυφηλή αυταπάτη της κάστας των πλουσίων, ώστε εσύ απέμεινες αιφνιδιασμένος θεατής, αμέτοχος και άμοιρος της ζωής που σου στερείτο, καταδικασμένος να χειροκροτείς και να υποστηρίζεις ερήμην ακόμη και της χείρας που σταύρωνε την επιλογή του Κόμματος, τον Εκλεκτό. Μόνο που αυτός ο εκλεκτός δε θα ήταν ποτέ επιλογή του αρχικού Ηγέτη σου. Ποτέ δεν ήταν.
Ο νέος Εκλεκτός ήταν η διεφθαρμένη επιλογή του ελλείποντος και υπολειπομένου ηγετίσκου, ή ο διαφθαρείς σε συντομότατο χρονικό διάστημα, όχι εσύ. Εσύ όμως σιώπησες.
Και δυστυχώς δεν ξέρω αν θα γινόταν αλλιώς, αν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αλλά χειρότερα δε θα μπορούσε να γίνει.
Σήμερα όμως; Σήμερα δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Σήμερα ξέρεις. Αυτός που υπέγραψε την καταδίκη σου, αυτός που φάνηκε ελάχιστος απέναντι στη συγκυρία και το Ελληνικό Έθνος, αυτός που σε ντρόπιασε, κάνοντάς σε να μη λες πουθενά πια με υπερηφάνεια ότι ψηφίζεις το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή τη Νέα Δημοκρατία, ακριβώς επειδή δεν είναι πια η επιλογή σου, αλλά το απότοκο του φόβου σου, αυτός δε γίνεται, δε μπορεί, δεν πρέπει να σε φοβίζει άλλο.
Τώρα πρέπει να κάνεις το καθήκον σου.
Το χρωστάς σε σένα και στα παιδιά σου. Σε μένα δε χρωστάς τίποτε. Εμείς θα γίνουμε φίλοι, αμέσως μόλις ο φόβος φύγει από πάνω μας. Τώρα όμως πρέπει να σηκώσεις το ανάστημά σου και να πεις, στον εαυτό σου πρώτα και στους γύρω σου έπειτα, ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η Νέα Δημοκρατία που στήριξες, δεν υπάρχουν πια. Πρέπει να δεις εκείνους τους δήθεν ηγέτες σου και να διαπιστώσεις ιδίοις όμμασιν ότι αυτοί δε θα ήταν η επιλογή του Αντρέα και του Κωνσταντίνου σου. Ότι, αν οι δυο τους σηκώνονταν από το χώμα, πρώτα θα έτρωγες φάσκελο, μετά θα άκουγες φωνή και μετά κάποιοι λακέδες θα έτρεχαν ως την άκρη του κόσμου να κρυφτούν.
Εκεί που φτύνουμε, δε γυρνάμε, αυτό λέει ο λαός. Εσύ λαός είσαι. Φοβάσαι, αλλά εκεί τουλάχιστον έχεις φτύσει. Και εσύ και ο Κωνσταντίνος και ο Ανδρέας. Αλλά φοβάσαι.
Και πρέπει να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου κατάματα, για να κάνεις περήφανα τα παιδιά σου, για να τους δώσεις ξανά ζωή.
Και τότε τα παιδιά σου θα έχουν τις ευκαιρίες που κι εσύ είχες - και τότε θα τ´ ακούσεις κρυφά μιλώντας μεταξύ τους να λένε με χαμόγελο:
"Μπράβο του πατέρα!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...