Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Αυτανάφλεξη.


Ο Νίκος, ετών 37, περπατούσε στο δρόμο. Μαχαιρώθηκε στο νεφρό για 100€. Ληστεία μετά φόνου. Υπέκυψε 8 ώρες αργότερα στο Σισμανόγλειο. Ορφανά δύο. Κι η χήρα.
Ο Τάσος, ετών 46, πέρασε μπροστά από το 419, ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός έβαζε τρίτη, για να βγει στην ανηφορική ευθεία. Σκοτώθηκε σχεδόν ακαριαία, μισή ώρα μετά είχε υποκύψει. Πήγαινε για δεύτερο χρόνο στο σπίτι άνεργος, χωρίς να έχει βρει δουλειά. Κανείς δεν έμαθε αν το επεδίωξε ή αν είχε αφαιρεθεί τόσο πολύ, χαμένος στην απόγνωση.  Ορφανά δυο. Κι η χήρα.
Η Γεωργία, ετών 30, μπήκε στο ασανσέρ του Πύργου, πάτησε το κουμπί για το 16ο και περίμενε. Χτύπησε μια τυχαία πόρτα. Κάποιος της άνοιξε. Εκείνη έτρεξε αμίλητη προς τη μπαλκονόπορτα που είδε στα 8 μέτρα μπροστά της, την άνοιξε και πήδηξε στο κενό. Ανύπαντρη. Φύλαγε την κατάκοιτη ινσουλινοεξαρτώμενη μάνα της. Η αδερφή της την αναγνώρισε 12 μέρες, αφ´ ότου είχε χαθεί και η μάνα από υπογλυκαιμικό σοκ. Μύρισε. Η γειτονιά δεν κάλεσε κανέναν.
Ο Μανώλης, ετών 51, υπήρξε ο υποδοχέας της Γεωργίας στο διαμέρισμα του Πύργου. Δεν την είχε δει ποτέ πριν το συμβάν, έμαθε την ιστορία από έναν αστυνομικό. 20 μέρες μετά άνοιξε την ίδια μπαλκονόπορτα και πήδηξε στο ίδιο κενό. Ορφανό ένα. Τώρα πια και από μάνα και από πατέρα. 
Σεπτέμβριος 2012.
Τυχαία, ασύνδετα μεταξύ τους, περιστατικά. 
Οκτώβριος 2012. 
Τα νέα έχουν διαρρεύσει. Οι ΕΟΖ έρχονται, κανά δυο πρώην υπουργοί έχουν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό, κατηγορούμενοι  για διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Η αντιπολίτευση φωνάζει, ο κόσμος βοά, η συγκυβέρνηση κωφεύει. Εξεγέρσεις μουσουλμάνων, φονικά στους δρόμους, συγκρούσεις στις φυλακές. Φτώχεια, χάος, απόγνωση. "Υπομονή" συνιστούν οι σώφρονες στωικοί, "σεισάχθεια" ζητούν οι δυσαρεστημένοι. Η συγκυβέρνηση κωφεύει.
Νοέμβριος 2012. 
Η Λίτσα προχωράει με κάποια αστάθεια στο βήμα προς τον υπουργό. Δουλεύει καθαρίστρια στο υπουργείο, 16 μέρες τώρα. Σφίγγει το μαχαίρι στο δεξί και το καρφωνει στο μηρό του. Περνάνε δεκαπέντε δευτερόλεπτα, μέχρι να κατορθώσουν να την αποκολλήσουν από πάνω του οι φρουροί. Η μηριαία έχει όμως διαλυθεί, σαν από σφαίρα. Ο υπουργός σβήνει ανήμπορος, από ακατάσχετη αιμορραγία σε 6 λεπτά. Η Λίτσα δε μιλάει, έχει ένα χαρτί στο αριστερό χέρι. Το παραδίδει. "Ιωσήφ και Ζωή, δίδυμα, Τετάρτη τάξη, 3ο δημοτικό Αμαρουσίου, σχολάνε στις 1.20'. Κάποιος να τα παει στου αδερφού μου, οδός Ι. Δούση 8., Βαγγέλης, τηλ. 803221... 
Η Λίτσα έχασε το Νίκο και τη ζωή της αντάμα. Αλλον άνθρωπο δε θα ξαναγαπούσε, το ήξερε.
Η Μυρτώ έμεινε να ξεροσταλιάζει κάτω από το φροντιστήριο, δίπλα από το υπουργείο. Ωραία γυναίκα, τράβηξε την προσοχή του φρουρού. Γνωρίστηκαν. Τέσσερις μέρες μετά βρισκόταν μπροστά στην πόρτα της υπουργικής Μερσεντές. Η χειροβομβίδα ήταν πειραγμένη,  στα τρία δευτερόλεπτα. Εξερράγη πριν προλάβει να κλείσει η πίσω πόρτα. 8 νεκροί - και η ίδια και ο φρουρός επίσης. Από τον υπουργό αφαιρέθηκαν 45 θραύσματα. Σημείωμα δε βρέθηκε. Τα παιδιά τα έπαιρνε ο παππούς τους από το σχολείο.  "Σαν τον Τάσο κανείς, γιος σου ήταν, το ξέρεις" είχε πει στον πεθερό της το προηγούμενο βράδυ. Εκείνος κατάλαβε κι έκλαψε. Κανείς δεν έμαθε αν ο συνταξιούχος πια αντισυνταγματάρχης της είχε τροποποιήσει ο ίδιος την παλιά χειροβομβίδα. Ο μεγάλος Λάκης κι ο μικρός Αντώνης λένε στο σχολείο ότι η μαμά τους έγινε άγγελος εκδίκησης. Ο παππούς θα τα πάρει να πάνε στο χωριό, στην ορεινή Ναυπακτία.
Ο Πέτρος πέρασε τρεις ημέρες κλινήρης, ώσπου να ξεπεράσει το σοκ του χαμού της Γεωργίας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι την τέταρτη. Ξυρίστηκε, έβαλε το γαμπριάτικο, αυτό που είχε αγοράσει για να παει να της κάνει πρόταση γάμου εκείνο το ίδιο μεσημέρι που εκείνη πήδηξε, και μπήκε στο αυτοκίνητο. Του άρεσε αυτό το τζιπ. Την πήγαινε με αυτό βόλτα, είχαν πάει σε όλα τα βουνά μαζί. "Είσαι η Γκιώνα μου" της έλεγε, κι εκείνη γελούσε με ένα γέλιο κελλαρυστό, σαν τα νερά των ποταμών. Πάρκαρε επί του παραδρόμου στα Σίδερα. Περίμενε έξι τσιγάρα. Ήξερε την υπουργική διαδρομή και την ώρα άφιξης. Αν αργούσε κάποιο πρωί, τον έκοβαν οι Ζητάδες, για να περάσει η πομπή. Επέλεξε τη στιγμή σωστά. Μουγκρίζοντας ξεκίνησε, τερμάτισαν οι στροφές του κινητήρα. "Ααααααχ" είπε και κάρφωσε πλάγιομετωπικά το υπουργικό. Είχε γεμίσει τα πίσω καθίσματα με πέντε μπιτόνια  βενζίνη, άρπαξε το Σύμπαν φωτιά κι η Πυροσβεστική δεν τόλμησε να πλησιάσει πιο κοντά από τα 150 μέτρα. 
Ο Παρασκευάς είναι 19, ορφανός από μάνα και, εδώ και δώδεκα μέρες, από πατέρα. 
Ο φίλος του, ο Μάξιμος, του λέει να μην ακούει ιστορίες, να ζήσει και να αποδείξει σε όλους ότι είναι άξιο τέκνο της Πατρίδας. "Πρέπει να κάνεις αυτό που πρέπει, όχι να χαθείς σαν κορόιδο", λέει ο Μάξιμος. Ο Παρασκευάς το σκέφτεται. Θα πρέπει να διαβάσει αρκετά, να περάσει και κατήχηση, αλλά πια δεν τον νοιάζουν και πολλά. Ξυρίζει το κεφάλι απόψε το βράδυ.
Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ενοχλούμαι.


Ενοχλούμαι. Από τα παρατράγουδα, από τα εξυφαινόμενα, από τα διαπλεκόμενα. Από το στημένο της κατάστασης. Από την ηλιθιότητα των «απλών ανθρώπων και συμπολιτών μας». Από την αδιαφορία τους για το συνομήλικό μου που αυτοκτόνησε χθες. Από το γεγονός ότι θα επιτρέψουν με την απάθειά τους να αυτοκτονήσουν κι άλλοι. Και δε θα είναι από αθεΐα ή δειλία. Από κατάθλιψη θα είναι. Κατάθλιψη που μπορεί να πάθουμε όλοι μας  από το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα του ’12 που πηγαίνουν στα κοινωνικά ιατρεία. Από το γεγονός ότι στην Ελλάδα του ’12 χρειάζεται να υπάρχουν κοινωνικά ιατρεία. Από το γεγονός ότι, όπως είπε και η φίλη μου, «υπάρχει ακόμη ξύγκι» στα σεντούκια των κατσικοπόδαρων που λένε ακόμη και τώρα για το διπλανό τους «γαία πυρί μειχθήτω». Για όλους και για όλα. Αρκεί να κρυφτούν οι ίδιοι. Αρκεί να μην τους πάρει το ποτάμι. Και ο κυρ – Μέντιος να τους βγάζει επιλεκτικά – όσο και στεγνά – στον τάκο, για να τους βάλει να πάνε να τον κwλογλύψουν στη συνέχεια, ώστε να σωθούν. Ένα κάρο βρωμύλοι: διπλές συντάξεις, ανύπαρκτες αναπηρίες, πεθαμένοι επιδοματίες, όλοι στο ντορβά της συνενοχής. Τα είχες πάρει; Σε είχαν βολέψει; Σου βόλεψαν την κόρη που δεν έκανε αγόρι; Τα είχες κανονισμένα; Ανήκες στους πονηρούτσικους; Έβαλες καμιά κατοσταρού στη μπάντα «για τις δύσκολες μέρες»; Καμιά τρακοσαρού ίσως; Καλύτερα. Και μετά συνένοχος. Και μετά, μη μας πάρουν και χαμπάρι, γκρίνια και άγιος ο Θεός. «Φράγκο δεν υπάρχει, δε βγαίνω, υπάρχουν ανάγκες». Και το βράδυ έσκαγες στα γέλια που είχες δουλέψει το Πανελλήνιο. Και οι παρέες: Οι παρέες των επαϊόντων. Οι παρέες των εκλεκτών. Οι παρέες που είχαν συναντηθεί στο ίδιο γραφείο, είχαν γονατίσει κάτω από τα ίδια γραφείο, που είχαν πάρει τις ίδιες καπνοαναρροφητικές συσκευές. Και ήξεραν. Και δεν έλεγαν, γιατί τι να πουν για τα μέλη της παρέας; Τι;
Και μετά το χάος. «Αμάν, θα χάσω τα κλεμμένα, αμάν θα μείνω στη δραχμή». Σιγά, ρε καραγκιόζη, που σε χάλαγε «η δραχμή». Που ήξερες εσύ από spread, blue chips και άλλα «προϊόντα». Άσε μας, ρε βλαχαδερό, που τάχα μου ήξερες. Είδες όμως, κατάλαβες πότε άρχισε και κοβόταν το τσιτσί, κατάλαβες πρώτος και ότι κόπηκε εντελώς το τσιτσί. Ότι οι μεγαλοκολλητοί σου την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Το μυριζόσουν, το έβλεπες. Πού να ‘ναι η κυράτσα η Αγάπη, η λατρεία, η καμμένη μπαταρία; Πού να ‘ναι ο Τζιγγεροσαρμάς; Πού να ‘ναι ο λέτσος; Πού να ‘ναι αυτή που κόκκαλα δεν έχει; Πού είναι τα γκλά-μουρους γελοία απολειφάδια της τηλεχαζαμάρας που μας έδειρε ανελέητα δέκα τόσα χρόνια «ανεξάρτητης ιδιωτικής» βλακείας και αποχαύνωσης; Φευγάτα όλα. Και τώρα σε κρατάει από τα μεγέθους λαδοελιάς π@πάρια σου ο στούρνος. Και όποτε γουστάρει σε βγάζει στον τάκο. Κι εσύ τρέχεις πανικό-βλητος. Και χαλάς τα πάντα. Γιατί μπορείς να ζητήσεις συγγνώμη, ρε ηλίθιε. Και μπορείς να ξεπεράσεις το κόμπλεξ και τα ενοχικά σύνδρομα. Και μπορείς να βοηθήσεις. Αλλά δεν το κάνεις. Δε θέλεις να το κάνεις, επειδή είσαι ανθέλληνας και φιλοπαρτάκιας, εαυτουλιτζής και παλιάνθρωπος. Και θα έρθεις μετά να αναζητήσεις νέες ευκαιρίες να κεφαλαιοποιήσεις τη δυστυχία, λαδέμπορα, ε λαδέμπορα. Γιατί; Γιατί έτσι είσαι, δεξιέ. Περιμένεις να μυρίσει πτωμαΐνη, για να συλήσεις. Γουστάρεις αποσύνθεση και «ευκαιρίες».  Προσδοκάς διάλυση, χάος, πείνα, αρρώστιες, για να πουλήσεις ληγμένες κονσέρβες και φάρμακα σε «καταπληκτικές» τιμές. Προσδοκάς κατοχή, για να μαζέψεις λιρίτσες, να γ@μήσεις κι εκείνη την όμορφη που ούτε που σε κοίταγε πριν σου έχει την ανάγκη.
Χαμογελάς, ε; Σου θυμίζω το όνειρο.
Και τώρα είναι που εγώ ενοχλούμαι πιο πολύ. Γιατί είχαμε δυο ευκαιρίες στο καπάκι να γίνει μια αρχή και έφυγαν κι οι δυο. Και θα καταλήξω μπροστά στις ερπύστριες της ΜΟΜΑς του νέοΠαττακού να σκέφτομαι ότι θα πρέπει να πω στα παιδιά μου ότι ο μπαμπάς θα πάει να γίνει μπίλιες με τα ΜΑΤ (ποια ΜΑΤ, τι έχει μείνει δηλαδή, κι εγώ απορώ – ενοχλούμενος) και τα καμάρια της FRONTEX, ώστε να μην περάσει το σχέδιο με τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες και πάει στράφι η ζωή τους, για τα 11,5 δις αργύρια του γκαλιούρη και του στούρνου.
Θα γίνει της κακομοίρας, τζάμπα μαγκα, να μου το θυμηθείς ότι δε γλύτωσες από τον προπάππο και τον παππού μου. Από τον πατέρα μου κι από μένα θα τελειώσει το παραμύθι.   
Διαβάστε Περισσότερα »